Ἀπ’ αὐτὸ τὸ δρόμο περνοῦσα τακτικά. Ἀνάμικτος μὲ λογῆς-λογῆς ἀνθρώπους, συντροφιὰ μὲ τὴν δική μου σκέψι καὶ τοὺς δικούς μου προβληματισμοὺς διάβαινα τὸν δρόμο μου. Τὸν δρόμο μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὶς πολλὲς φωνές. Τὸν δρόμο μὲ τοὺς πολλοὺς δρόμους τῶν ἀνθρώπων. Ἀδιάφοροι ἄνθρωποι, ἄψυχα πράγματα, ἄχρωμα χαμόγελα, τυπικὲς χειραψίες, ἀποτελοῦσαν τὸ κουβάρι ποὺ ξετυλίγετο κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Προχωροῦσα κι’ ἔβλεπα ποικίλες μορφές, πρόσωπα γιὰ πρώτη φορά, ποὺ προσπαθοῦσα νὰ ταξινομήσω στὸ δικό μου δρόμο, δίδοντάς τους κάποιο νόημα, πιέζοντας τὸν ἑαυτό μου, νὰ βρῶ κάποια δικαιολογία γιὰ τὴν ὕπαρξή τους στὴν δική μου σκέψη.
Ἐργάτες, δικηγόροι, γιατροί, καμπουριασμένοι γέροι, ἔξαλλοι νέοι, κύριοι καθὼς πρέπει, καλοντυμένοι μὲ τὴν τελευταία λέξη τῆς μόδας, ἀστραφτερὰ ἀκριβὰ καὶ πανάκριβα ἁμάξια κι’ ἕνα παιδάκι. Ἕνα δεκάχρονο παιδὶ σὲ κάποια κρύα γωνιά. Δὲν γελοῦσε. Δὲν τραγουδοῦσε. Ποιός ξέρει γιατί; Ἐξ ἄλλου τί μᾶς ἔνοιαζε καὶ τί τοὺς ἔνοιαζε; Στὴν παγωμένη γωνιά, στὴν δική του ἐρημιά, ἔμενε ὧρες ὁλόκληρες, μέρες, μῆνες καὶ τώρα ποὺ εἶναι χειμωνιά. Τὸ πρόσωπό του καθάριο, τὰ μάτια του κλαμένα. Ποιός ξέρει τὸ γιατί! Μήπως ρωτήσαμε νὰ μάθωμε; Φόραγε πάντα τὰ ἴδια φτωχὰ μπαλωμένα ροῦχα. Ἕνα παντελόνι τρύπιο κι’ ἕνα σακκάκι ξεθωριασμένο.
Στὴν γωνιὰ τὸ παιδάκι δὲν σπαταλοῦσε τὸν καιρό του. Ἐκεῖ προσπαθοῦσε ν’ ἁρπάξη τὸ δικαίωμα ἀπὸ τὴ ζωὴ νὰ ζήση. Ἐκεῖ ἔβγαζε τὸ ψωμί του. Ἂς ἦταν λίγο καὶ φτωχό. Ζοῦσε μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ἡ γωνιὰ δὲν ζέσταινε τὸ παιδί, τὸ παιδὶ ζέσταινε τὴ γωνιὰ καὶ κάθε βράδυ ἀργά, μὲ σιγανά, ἀλλὰ σταθερὰ βήματα, πήγαινε. Ποῦ; Ἴσως σὲ κάποια ἄλλη κρύα γωνιά, ποὺ τὸν περίμενε ἕνα ἀχυρένιο στρῶμα.
Ἔδωσα στὸ παιδὶ κάποιο ὄνομα! «Τὸ παιδὶ μὲ τὰ λαχεῖα». Τὸ παιδὶ ποὺ ἔβγαζε τὸ ψωμί του μὲ τὰ λαχεῖα. Τὸ παιδί, τὸ ἀδελφάκι μας, τὸ μικρὸ ἀδελφάκι τοῦ δικηγόρου, τοῦ καλοντυμένου κυρίου, τὸ ἀδελφάκι ποὺ πονοῦσε, θύελλες, ποιός ξέρει, τὸ περιτριγύριζαν.
Ὅταν ἔβρεχε, ἔσκυβε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ μὴ πάρη ἡ βροχὴ τὰ δάκρυά του, γιατὶ τὰ ἤθελε νὰ τοῦ ζεσταίνουν τὰ δυὸ μάτια. Ἤθελε νὰ τοῦ θυμίζουν, ὅτι πρέπει, ἔστω κι’ ἀπὸ μικρὸς νὰ διαβῆ τὸν δρόμο τὸν στενό, τὸν δρόμο τῆς πάλης καὶ τοῦ ἀγῶνα.
Ὧρες στεκόμουνα κι’ ἔβλεπα τὸ παιδὶ στὴ γωνιά. Κοίταζε τὴν βροχὴ καὶ χαμογελοῦσε. Κοίταζε τὰ σύννεφα καὶ κουνοῦσε τὰ δυό του χείλη. Ἄλλοτε χαμήλωνε τὸ βλέμμα στοὺς βιαστικοὺς διαβάτες καὶ ἡ λεπτὴ ἀδύνατη φωνή του ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του! «Πάρτε, κύριε, ἕνα λαχεῖο». Ποιός πῆρε; Πόσοι; Δὲν ἔχει σημασία. Τὸ παιδὶ ἔμενε στὴ γωνιά. Ἀγαποῦσε τὴ γωνιά του, λάτρευε τὸ μεγάλο του σπίτι, τὸ σπίτι τῶν τριῶν βημάτων.
Περισσότερη ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ἡ συνήθεια τοῦ παιδιοῦ νὰ κρατᾶ στὸ ἕνα τὰ λαχεῖα καὶ στὸ ἄλλο ἕνα μικρὸ βιβλίο. Δύσκολος καὶ ἀνάρμοστος συνδυασμός. Δὲν εἶναι ἔτσι;
Τώρα συμπλήρωσα τ’ ὄνομά του. «Τὸ παιδὶ μὲ τὰ λαχεῖα καὶ τὸ πράσινο βιβλίο».
Πέρασε καιρός, οἱ βροχὲς κάνανε ποτάμια στοὺς δρόμους. Οἱ δρόμοι ἀδειάσανε ἀπὸ ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κρυμμένοι στὰ ζεστά τους σπίτια. Ὁ δρόμος μου ἦταν ἔρημος —γαλημενένο μνῆμα. Θυμήθηκα τὸ παιδὶ καὶ εἶπα νὰ ξαναπεράσω ἀπὸ τὴ γνωστή μου γωνιὰ καὶ παρακαλοῦσα νὰ μὴν εὔρισκα ἐκεῖ μέσ’ τὴν κρύα παγωνιὰ τὴν γνώριμη μορφή. Περπάτησα καὶ ἀπὸ μακρυὰ εἶδα τὸν φίλο μου, «τὸ παιδὶ μὲ τὰ λαχεῖα καὶ τὸ βιβλίο», νὰ κάθεται μαζεμένος στὴ γωνιὰ τῆς γωνιᾶς του. Τὸ κεφάλι σκυμμένο στὰ δυό του χέρια. Τὸ βιβλίο πεσμένο στὸ δρόμο. Προχώρησα καὶ πῆρα τὸ πράσινο βιβλίο νὰ τὸ δώσω στὸ παιδί. Τὰ μἀτια μου πέσανε στὴν πρώτη σελίδα ποὺ μὲ μαῦρα μεγάλα γράμματα ἔγραφε: ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ.
Ἔδωσα τὸ βιβλίο στὸ παιδὶ τρέμοντας κι’ ἔφυγα.
Στὸ δρόμο ἔκλαψα… Ἔμαθα τὴν Ἱστορία του. Γνώρισα τὴν ψυχή του. Τὴν θαύμασα, τὴν ζήλεψα. Τὸ παιδὶ μὲ τὸ «βιβλίο» —γνωρίζει τὴν ἀποστολή του καὶ παλεύει—. Ἀγωνίζεται καὶ ἐλπίζει. Τὸ παιδί, ποὺ διψοῦσε τὴν βροχὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ παιδάκι ποὺ εἶχε ἐλπίδες μέσα ἀπὸ τὸν δικό του δρόμο, μέσα ἀπὸ τὴν δική του γωνιά.
Ἔκλαψα καὶ μίλησα μὲ τὸν ἑαυτό μου. Τὸν δίκασα αὐστηρὰ καὶ πῆγα ξανὰ νὰ δῶ τὸν μικρό μου φίλο. Τὸν ἀγωνιστήν.
Περνοῦσα τακτικὰ ἀπὸ τὸν δρόμο του καὶ ἔβλεπα τὸν μικρό μου φίλο κι’ ἔβλεπα τὸν ἑαυτό μου νὰ σεριανίζη στὴ στράτα, ποὺ «τὸ παιδὶ μὲ τὰ λαχεῖα καὶ τὸ βιβλίο» τόσο φώτισε…
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο – Δεκέμβριο 1975 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΑ΄, Αριθμός: 366-367, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 26.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Μαῦρα σύννεφα σκέπαζαν τὸν οὐρανὸ τοῦ τόπου μου. Παντοῦ, σὲ κάθε γωνιὰ καὶ ἀκρογιάλι, περιπολοῦσε ὁ θάνατος. Ὅλοι ξέραμε τί εἶναι θάνατος, τί εἶναι ἡ φωτιὰ καὶ τὸ καυτερὸ ἀτσάλι. Μαραμένα τὰ δέντρα τοῦ τόπου μου περίμεναν λίγη στοργὴ ἀπ’ τὸν Θεὸ Πατέρα. Τὸ μικρὸ παιδὶ ἔκλαιγε στὴν κούνια, περιμένοντας λίγο γάλα ἀπ’ τὴν ἀδύνατη μαυροφοροῦσα μάνα. Ἡ κοπελιὰ τραβοῦσε τὰ λιγοστὰ μαλλιά της —τὰ ἀπομεινάρια ὕστερα ἀπ’ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της— ὅταν φρικτὸ μαντᾶτο ἦλθε στὰ στήθη της, ἕνα πρωῒ μὲ τὸν σκοτωμὸ τοῦ πατέρα. Ἄγρια χόρτα καὶ ἀγκάθια πολλὰ φύτρωναν στὰ χωράφια. Τὰ σταφύλια ἔγιναν κρασὶ ἀπ’ τὸν καυτερὸν ἥλιο μέσα στὸ μηχάνημα τοῦ χρόνου, ποὺ πάτησε τ’ ἀμπέλι ξεχνώντας τ’ ἄδειο ποτῆρι τοῦ παλληκαριοῦ. Ἡ αὐλὴ τῶν σπιτιῶν γιόμισε χόρτα καὶ τὰ τριαντάφυλλα τῶν κήπων μαραθήκανε κι’ ἔπεσαν τὰ πέταλα καὶ τὰ σέπαλα ἀπ’ τὰ φτωχὰ κλωνάρια.
1964. Ξέραμε ὅλοι νὰ πολεμοῦμε. Συνηθίσαμε τὴν παρέα τοὺ βολιοῦ καὶ ἀγαπήσαμε τὸν θόρυβο τῶν πυροβολισμῶν. Δὲν μᾶς φόβιζε ὁ θάνατος, ἀπεναντίας ἐμεῖς στήναμε χορὸ μὲ τὸν ἐρχομό του.
Οἱ Τοῦρκοι καταστρέφανε τὰ πάντα. Σκότωναν τοὺς πατεράδες μας καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Μᾶς ἅρπαζαν τὰ σπίτια μας καὶ στὰ σχολεῖα μας ποὺ ἦταν στὸν δικό τους τομέα, κυμάτιζε ἡ κόκκινη σημαία τους. Θυμᾶμαι ἤμουνα 17 χρόνων καὶ πήγαινα στὸ Γυμνάσιο. Πήγαινα! Τότες ὅμως δὲν πήγαινα, γιατὶ κρατοῦσα τὸ ὅπλο. Ἤξερα τὸν χειρισμό του. Τὸν εἶχα μάθει ὅταν ἤμουνα 16 χρόνων. Ἀγάπησα πολὺ τὸ χωριό μου γιατὶ γνώρισα ἀπὸ κοντὰ τὰ χώματά του. Φίλησα τοὺς θάμνους του καὶ ἤπια κρύο νερὸ ἀπὸ τὶς ὄμορφες γιὰ μένα τότες ἄγνωστες κρύες πηγές του.
Περνοῦσαν οἱ μέρες καὶ μεῖς μεγαλώναμε, μεγάλωνε καὶ ὁ πόθος μας νὰ ριχτοῦμε στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου, νὰ ρουφήξουμε καὶ μεῖς λίγο ἀπ’ τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ εἰκοσιένα.
Ἤμουνα ἔφηβος. Ἡ ψυχή μου ἀναζητοῦσε τὸ ἄγνωστο. Ἀνησυχίες καὶ ἐρωτήματα προβλημάτιζαν τὴν ζωή μου. Ἔβλεπα τ’ ἀστέρια καὶ ἔκανα ὄνειρα, γαλουχημενα πάντοτε μὲ τὶς ἀμφιβολίες τοῦ πολέμου. Κοίταζα τὴν θάλασσα καὶ τὴν ἔβλεπα πάντοτε φουρτουνιασμένη. Τὰ κύματά της ὑψώνουνταν στὸν οὐρανὸ καὶ μαζὶ μὲ τὰ σύννεφα κάνανε γιρλάντες καὶ ἀσφυκτικοὺς κλοιούς, ἀπειλώντας τὰ στιγμιαῖα χαρούμενα φτερουγίσματα τῆς ψυχῆς μου.
Κάθε Κυριακὴ πήγαινα στὴν ἐκκλησία, νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ δώσω ἀπάντηση σὲ μερικὰ ἐρωτήματά μου. Περνοῦσε ἡ Κυριακὴ ἡ μπαρουτοκαπνισμένη κι’ ἐρχόταν ἡ Δευτέρα, ποὺ κι’ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της ἔδινε τὴ θέσι της στὴν ἑπόμενη μέρα. Καὶ ὁ τροχὸς γύριζε. Θυμόμουνα ὅλες τὶς Κυριακές, περισσότερον ὅμως μιὰ ὄμορφη Κυριακὴ ποὺ ὁ ἥλιος ἔδιδε τὴ ζεστασιά του ἄφθονη στὰ πλάσματά του καὶ τὰ παιδιὰ βγαίνανε ἀπ’ τὶς κρυψῶνες τους νὰ παίξουν τὸ κρυφτοῦλι. Μιὰ Κυριακὴ ὄμορφη σὰν τὸ γαλάζιο κῦμα, ποὺ σπάει ἀνάλαφρα στὰ λευκὰ ἀκρογιάλια. Θυμᾶμαι αὐτὴ τὴν Κυριακὴ σὰ νὰ ἦταν χθές.
—Γυιέ μου ἔφαγες;
—Ὄχι μάνα.
—Γιατί παιδί μου; Εἶναι λίγο ψωμὶ στὸ τραπέζι, γιὰ σένα εἶναι.
—Ὄχι μάνα, δὲν πεινῶ. Χορταίνω νὰ βλέπω τὸν ἥλιο ν’ ἀναστηλώνεται ἀνάμεσα ἀπ’ τὰ ψηλὰ βουνά. Ξεχνάω τὴν πεῖνα μου, κρατώντας στὰ νεανικά μου χέρια τὴ σιγουριὰ γιὰ τὸν πόλεμο.
—Φτωχέ μου γυιέ, ποὺ σὲ βρῆκε ὁ πόλεμος τόσο νέο.
—Θὰ νικήσουμε μάνα.
—Θὰ προσεύχομαι, παιδί μου.
Ἦταν Κυριακή. Ὁ κόσμος πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ πῆ λίγα λόγια προσευχῆς γιὰ τὸν πατέρα ποὺ εἶναι στὸ μέτωπο, γιὰ τὸν πεθαμένο ἀδελφὸ καὶ γιὰ τὸν ἄδικο σκοτωμὸ τῆς μικρῆς, ἀθώας ἀδελφῆς. Νὰ ἀφήσουν δάκρυα παρακλήσεως πρὸς τὴν Μητέρα τῶν μητέρων, νὰ δώση εἰρήνη καὶ ἀναπαμὸ σὲ τοῦτο τὸ μικρὸ τόπο. Νὰ ζήσουμε ὄμορφα καὶ ἀγαπημένα, χωρὶς κλάματα καὶ μοιρολόγια, χωρὶς στεναγμοὺς καὶ πόνους.
Μὲ καινούργιες ἐλπίδες καὶ μὲ σιγουριὰ στὰ φτωχά μου βήματα, πήγαινα καὶ ἐγὼ στὸ πόστο μου. Ἔβγαινα ἀπ’ τὸ χωριὸ νὰ φυλάξω τὴ μικρή μου περιοχή. Σὲ λίγη ἀπόσταση ἦταν ἡ βρύση τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ θὰ ἔπινα λίγο κρύο νερό. Δὲν διψοῦσα. Θὰ διψοῦσα ὅμως, ὅταν θὰ μὲ εὕρισκε ἡ κάψα τοῦ μεσημεριοῦ, ἀνάμεσα στοὺς βράχους.
Τάχυνα τὰ βήματά μου καὶ σκυφτὸς σὰν ἤμουνα ἄκουα τὸ σιγανὸ μουρμουρητὸ τοῦ νεροῦ ποὺ κυλοῦσε στὰ πέτρινα αὐλάκια.
Στὴ βρύση γέμιζε τὸ σταμνί της μιὰ κοπέλα. Περίεργο! Δὲν τὴν ἤξερα. Ἀπὸ ποῦ νὰ ἦρθε. Πόσο ὄμορφη ἦταν! Καθόταν στὸ πεζοῦλι τῆς βρύσης κι’ ἔπαιζε μὲ τὰ βρεμένα χαλίκια. Τὰ μαλλιά της τὰ κυμάτιζε τόσο ὡραῖα ὁ ἁπαλὸς ἀέρας.
Στὸ πέρασμά μου, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, τὰ βλέμματά μας συναντήθηκαν ἀστραπιαῖα. Ὤ, Θεέ μου, πόσο παράξενο βλέμμα! Λὲς καὶ γνώριζα αὐτὴ τὴν κοπέλλα. Λὲς καὶ κάναμε μαζὶ περιπάτους μέσα στὸ πρωϊνὸ ἀγέρι τοῦ καλοκαιριοῦ, περιμένοντας τὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ νὰ μᾶς φυγαδεύση κάτω ἀπ’ τὸν γέρο πλάτανο. Ἤξερε τὰ μυστικά μου. Πόσο μὲ κοίταζε καὶ πόσο τὴν κοίταζα...
Συνέχισα τὸν δρόμο μου, χαρούμενος ἀπ’ αὐτὴ τὴ συνάντησι. Ὁμολογῶ ὅτι κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα μου. Τώρα τὸ κατάλαβα. Ἀγαποῦσα. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν ἀγάπησα ποτέ μου γιατὶ δὲν εἶχα καιρὸ γιὰ ἀγάπες. Ἀπὸ παιδὶ ἔμαθα νὰ βγάζω τὸ ψωμί μου. Ἀπὸ μικρὸς ἤξερα τὴν ἀποστολή μου. Δὲν εἶχα χρήματα νὰ σκορπίζω. Ἔμαθα πότε νὰ γελῶ καὶ πότε νὰ κλαίω. Ἀγαποῦσα πολὺ νὰ εἶμαι μόνος, γιατὶ τότες ἔβρισκα τὸν ἑαυτό μου, προγραμμάτιζα τὴ ζωή μου, ἔπλαθα τὰ κρυφά μου ὄνειρα στὴ σκιὰ τοῦ πεύκου, στὸ βράχο ποὺ τὸν ἔδερναν μέρα νύκτα τὰ κύματα. Μποροῦσα νὰ εἶμαι μόνος στὴν γωνιὰ ἑνὸς καφενείου, στὸ πίσω κάθισμα ἑνὸς αὐτοκινήτου, στὴν ἄκρη ἑνὸς πανηγυριοῦ.
*
Ἔφθασα στοὺς ψηλοὺς βράχους καὶ χώθηκα σὰν μικρὸ σπουργίτι στὴ χαραματιὰ ποὺ ἄφηναν δυὸ μυτεροὶ βράχοι, πράσινοι ἀπὸ τὰ βρύα καὶ τὶς λειχῆνες. Μπροστά μου ἕνα μικρὸ πεῦκο μοῦ κράταγε συντροφιὰ καὶ μιλοῦσα πότε μὲ δαῦτο καὶ πότε μὲ τὸ αὐτόματο ποὺ κράταγα στὴν ἀγκαλιά μου. Ἐκεῖ ἔκτισα πύργους πανύψηλους γεμάτους χρυσάφια καὶ ἀσήμια μὲ κυπαρίσια περισσὰ γύρω γύρω. Ἀηδόνια καὶ κλουβιὰ στόλιζαν τὸν κῆπο μὲ τοὺς γαλάζιους μενεξέδες καὶ τὰ κόκκινα γαρύφαλα. Στὴ μέση τοῦ κήπου καθότανε σὲ μιὰ πέτρινη λιμνούλα ἡ βασιλοπούλα, ποὺ ἔπλεκε πολλὰ πλεκτὰ καὶ κάλτσες γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Αὐτὸ τὸ πλεκτὸ ποὺ κράταγε τώρα στὴν ἀγκαλιά της μὲ τὰ ἁπαλὰ μενεξεδένια χέρια της ἦταν δικό μου. Τὸ πρόσεχε πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ ἄλλα. Ναί, ἦταν δικό μου. Τώρα εἶχε γράψει τὸ ὄνομά μου στὸ λεπτὸ γιακᾶ του.
Ἕνας ἀετὸς ποὺ πέρασε σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ πάνω μου, χάλασε τὸν ὄμορφο πύργο του καὶ μ’ ἄφησε μόνο μὲ τὰ βρύα καὶ τὶς λειχῆνες. Ὅταν ἄρχισε νὰ βραδυάζη, λάμνησα τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ. Θὰ περνοῦσα ἀπὸ τὴ βρύση νὰ δῶ τὴ νεράϊδα τοῦ πύργου μου. Δὲν τὴν εἶδα ὅμως. Εἶδα τὸν ἀετὸ νὰ πίνω νερὸ καὶ νὰ φεύγη μὲ τὸ δικό μου ἐρχομό.
Τὴν ἄλλη μέρα, εἶχα μάθει ὅτι ἡ κοπέλλα ἦρθε ἀπὸ τὴν κοντινὴ πόλη μαζὶ μὲ τὴ μάνα της. Τοὺς πήρανε τὰ σπίτια οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔτσι ἔφυγαν. Εἶχαν ἕνα παλαιὸ σπίτι ἐδῶ στὸ χωριὸ ποὺ θὰ ἔμεναν λίγο καιρό. Ὁ πατέρας καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἦταν στὴν Αὐστραλία χωρὶς νὰ ξέρουν τί συνέβαινε.
Ὤ, θὰ ἐκδικηθῶ! Θὰ σκοτώσω τοὺς ἄτιμους. Θὰ τσακίσω τὰ πόδια τῶν βαρβάρων. Ἡ κοπέλα ἦταν ἡ νεράϊδα τοῦ πύργου μου κι’ ὁ πύργος ἦταν δικός μου. Θὰ σκοτώσω τοὺς ἐχθρούς.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲν ξέρω τί μὲ ἔκανε νὰ περάσω καὶ τὴν βρύση ποὺ τὴν ἀγκάλιαζαν οἱ πλάτανοι καὶ οἱ ἰτιές, οἱ θάμνοι καὶ τὰ ἀγριολούλουδα. Ἦταν μόνη καὶ σιγανοτραγουδοῦσε ἕνα τραγοῦδι γεμᾶτο πόνο καὶ κλάμα. Ἀλήθεια, πόσο τὴν ὀμόρφιζε τὸ κλάμα καὶ ὁ στεναγμός! Ἦταν μικρὴ ὅμως γιὰ τέτοια. Τὰ μακρυὰ μαλλιά της τὰ ἀνέμιζε ὁ νυκτιάτικος ἀέρας καὶ μέσ’ τὴ σιγαλιὰ ἀκουότανε τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων τῆς ἰτιᾶς καὶ τὸ σιγανὸ γέλιο τοῦ ρυακιοῦ. Προχώρησα στὴ βρύση. Δὲν διψοῦσα. Διψοῦσα ὅμως ἀγάπη καὶ στοργή. Διψοῦσα τὸ νερὸ τῆς ὀμορφιᾶς.
—... Καλησπέρα, εἶπα ψιθυριστά.
—... Καλησπέρα, μοῦ ἀπάντησε.
—Εἶναι πολὺ κρύο τὸ νερό. Εἶπα καὶ τὰ χέρια μου ἔτρεμαν ὅπως τὰ κλαδιὰ τῆς ἰτιᾶς.
—Ναί, πολύ. Μοῦ ἀπάντησε καὶ σήκωσε τὰ χέρια νὰ φτιάξη τὰ μαλλιά της.
—Εἶσθε ξένη;
—Ναί.
—Ὄμορφο εἶναι τὸ χωριό μας. Θὰ περάσετε καλά.
—Μοῦ ἀρέσει πολύ. Πρὸ πάντων οἱ ὄμορφες πηγές του καὶ τὰ κρῦα νερά του. Ὅμως ἡ ζωὴ εἶναι τόσο παράξενη ποὺ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ τὰ χαρῆς ὅλα αὐτὰ ὅπως θέλεις.
—Βλέπω... μιλᾶς ὡραῖα. Πηγαίνεις σχολεῖο;
—Πηγαίνω στὸ Γυμνάσιο. Μοῦ ἀρέσουν τὰ γράμματα γιατὶ μαθαίνω νὰ μιλῶ γιὰ τὴ φύση, τὰ πουλιά, τὰ ἄστρα, τὶς ὄμορφες ρεματιές, τὰ χιονισμένα βουνά.
—Πόσο μοιάζουμε... Καὶ ἐγὼ πηγαίνω Γυμνάσιο, καὶ σὲ μένα ἀρέσουν αὐτὰ ποὺ σοῦ ἀρέσουν.
—Ἀλήθεια;
Αὐτὸ τὸ ἀλήθεια τὸ εἶπε τόσο χαριστωμένα καὶ στοχαστικὰ κοιτάζοντάς με στὰ μάτια, ποὺ νόμισα ὅτι ὅλοι οἱ κόσμοι ἦταν δικοί μου. Ὅτι ἤμουνα ὁ βασιλιᾶς καὶ αὐτὴ ἡ νεράϊδα.
—Πῶς σὲ λένε; τῆς εἶπα.
—Ἄννα Μαρία.
—Ἐμένα μὲ λένε Μιχάλη.
—Γειά σου τώρα, Μιχάλη. Φεύγω, θὰ περιμένη ἡ μάνα.
—Γειά σου... Ἄννα Μαρία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Μιχάλης Α. ὥρα 12—4 βράδυ. Μάλιστα, τὸ ὄνομά μου εἶναι, δὲν κάνω λάθος. Φρουρὸς ἡ ὥρα 12—4. Καὶ πάλι θὰ φυλάξω σκοπός, συντροφιὰ μὲ τ’ ἄστρα καὶ τὸ σκοτάδι. Καὶ πάλι τὸ φεγγάρι θὰ μὲ ταξιδέψη σὲ τόπους μακρυνούς. Τὸ χλωμὸ φῶς ποὺ θὰ ρἰχνη καὶ θὰ ξεδιαλύνη τὸ σκοτάδι θὰ μπορέση νὰ ταξινομήση καὶ τὰ χλωμά μου ὄνειρα.
Ἦρθε τὸ βράδυ, ἦρθε καὶ ἡ ὥρα ποὺ θὰ φύλαγα σκοπός. Ὅλα κοιμοῦνται, ἄνθρωποι καὶ πουλιά, δένδρα καὶ θάμνοι. Οἱ μανάδες θὰ ποῦν ὅτι κοιμήθηκαν γιὰ νὰ μὴ τρομάξουν τὰ παιδιά τους. Δὲν παραδόθηκαν ὅμως στὰ χρυσὰ πέπλα τοῦ Μορφέα. Στριφογύριζαν στὰ στρώματά τους, πετοῦσαν ἀπ’ τὴ ζέστη τὰ σκεπάσματά τους, ἔκαναν σκέψεις, ἔρριχναν ματιὲς στοὺς τέσσερεις σκοτεινοὺς τοίχους.
Περνοῦσα ἀπ’ τὸ σπίτι τῆς Ἄννας Μαρίας. Στὸ παραθύρι ἦταν ἕνας πυκνὸς ὄμορφος μὲ λεπτὰ φύλλα βασιλικός. Τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ τὸν ὀμόρφιζε πιὸ πολύ. Ὤ, νὰ μὴ κοιμᾶται. Νὰ μποροῦσα νὰ τῆς μιλήσω. Νὰ πῶ τὶς ἀνησυχίες μου καὶ τὰ ὄνειρά μου κάτω ἀπ’ τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ, μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ δροσιὰ τῆς νύκτας...
—Μιχάληηηη...
Ποιός φώναξε; Μήπως δὲν ἄκουσα καλά; Ναί, εἶμαι βέβαιος ὅτι ἀπ’ τὸ παραθύρι ἀκούστηκε ἡ φωνή. Ἄκουσα καλά. Ἡ φωνή λεπτή, παλλόμενη ἀπὸ ἀγάπη, δὲν μὲ γελοῦσε. Αὐτὴ εἶναι.
—Μιχάλη...
—Ἄννα Μαρία...
—Μιχάλη, περίμενέ με κι’ ἔρχομαι. Νά, ἐκεῖ στὴ γωνιὰ κάτω ἀπ’ τὸν πεῦκο κι’...
—Ὄχι, Ἄννα Μαρία. Θὰ μᾶς δοῦν. Κι’ ἂν ἡ μάνα ξυπνήσει...
—Δὲν μὲ νοιάζει, ἔρχομαι, περίμενέ με.
Περίμενα μὲ λαχτάρα νὰ μιλήσω στὴν κοπέλλα ἐκείνη. Ἐκείνη ποὺ ἀγάπησα τόσο πολύ, τόσο γρήγορα. Πῆγα στὸν κορμὸ τοῦ φεγγαριοῦ καὶ περίμενα τὸ νυκτερινὸ ἀηδόνι, τὸ νυκτοπούλι τῆς καρδιᾶς μου.
—Μιχάλη, νά με, ἦρθα.
—Ὤ, Ἄννα Μαρία, γιατί δὲν ἔσυρες ἕνα ροῦχο ἀπάνω σου. Θὰ κρυώσης. Τὰ βράδυα τοῦ καλοκαιριοῦ εἶναι τόσο κρύα.
—Μιχάλη δὲν κρυώνω, μ’ ἀρέσει ὁ κρύος ἀέρας νὰ λούζη τὸ κορμί μου. Τί κάνεις, τί κρατᾶς στὰ χέρια σου;
—Τὸ βλέπεις.
—Ὅπλο! Μιχάλη, δὲν τὸ φοβάσαι;
—Ὄχι, ἐσύ;
—Ναί, πολύ!
—Ἄννα Μαρία, εἶσαι ὄμορφη σὰν τὸ βασιλικὸ στὸ παραθύρι σου καὶ δροσάτη σὰν τὴν καλοκαιριάτικη αὐγούλα. Ἡ νύκτα σὲ ὀμορφίζει πιὸ πολὺ καὶ τὰ ἄστρα φωνάζουν καὶ μαρτυροῦν τὴν ὀμορφιά σου.
—Μιχάλη, μήπως εἶναι ὄνειρο;
—Ναί, Ἄννα Μαρία, μέσα στὸ ὄνειρο εἶσαι τὸ ὄνειρό μου, ἡ ἐλπίδα μου, ἡ προσδοκία μου καὶ ἡ παντοτεινὴ χαρά μου. Ἄννα Μαρία, σ’ ἀγαπῶ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Τὰ μάτια μου ὅταν βλέπουν τὰ δικά σου, τότε σταματᾶ ὁ χρόνος. Ἐξαφανίζονται τὰ πάντα κι’ ὑπάρχω μόνο ἐγώ. Ἄννα Μαρία, γιατί κλαῖς; Φοβᾶσαι; Τί νὰ σὲ φοβίζει, πουλὶ τῆς νύχτας, νεράϊδα τοῦ σκοταδιοῦ; Ποιό ἀστέρι σὲ φοβίζει, δὲν φοβήθηκε τὴν ὀμορφιά σου καὶ τὸ λυγερὸ κορμί σου;
—Μὴ συνεχίζεις Μιχάλη, σὲ παρακαλῶ. Κουράστηκα.
—Σὲ κουράζουν τὰ λόγια μου, σὲ κουράζει ἡ παρουσία μου; Πές μου, Ἄννα Μαρία, μ’ ἀγαπᾶς;
—Ἀνόητε, ἔπρεπε νὰ τὸ καταλάβης αὐτό.
—Ὤ, ναί, πάντα ἤμουνα βέβαιος γι’ αὐτό.
—Ναί, εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ ὀνειρευόμουνα. Ἐκεῖνος ποὺ μοῦ ἔδωσε τὴν ἀγάπη του. Πάντα θὰ σὲ ἀγαπῶ.
—Ἀλήθεια, τώρα τί θὰ κάνετε;
—Δὲν ξέρω.
—Μὰ πρέπει κάτι νὰ γίνη.
—Ὁ Θεός, Μιχάλη.
—Ναί, Ἄννα Μαρία, ἔλπιζε στὸ Θεό. Αὐτὸς θὰ βάλη τὸ χέρι του καὶ θὰ δώση κάποια λύση.
—Μιχάλη, φοβᾶμαι.
—Ὄχι, Ἄννα Μαρία, μὴ φοβᾶσαι. Εἶναι τόσο γαλήνια ἡ νύκτα. Ἡ κουκουβάγια ποὺ ἔκλαψε πρὶν λίγο δὲν εἶναι γιὰ μᾶς. Τὴ νύκτα δὲν ὑπάρχουν φαντάσματα. Μὴ πιστεύεις στὰ νυκτοπούλια καὶ στὶς σκιές.
—Κάτι ἔκλαψε, Μιχάλη.
—Ἕνα πουλὶ τῆς νύκτας ποὺ κλαίει στὸ σκοτάδι, γιατὶ φοβᾶται νὰ κλάψη τὴν ἡμέρα. Ἀγαπᾶ τ’ ἀστέρια, Ἄννα Μαρία. Δὲ θὰ τοῦ κάνουν κακό. Ἀγαπᾶ τὸ σκοτάδι, δὲν θὰ μαρτυρήση τὴ φωλιά του στοὺς ἀνθρώπους.
—Ἄκου!...
—Γιατί τρέμεις, Ἄννα Μαρία; Τὰ χέρια σου εἶναι σὰν λεπτὰ κλωνάρια ποὺ ὁ δυνατὸς ἀγέρας τὰ σέρνει πέρα δῶθε.
—Δὲν ἔχω σπίτι, δἐν ἔχω φωλιά. Εἶμαι ἔρημη, καταλαβαίνεις...
—Θὰ πάρω ἐκδίκηση Ἄννα Μαρία. Σοῦ πήρανε τὸ σπίτι οἱ ἄτιμοι. Θὰ ἔλθη ἡ μέρα ποὺ θὰ πληρώσουν. Φτωχό μου κορίτσι ἔχε θάρρος καὶ πίστι. Μιὰ μέρα θὰ ἀνατείλη ἥλιος, θὰ ξημερώση καινούργια μέρα, ποὺ θὰ ξαναδημιουργήσουμε καινούργιες ἐλπίδες, κανούργια ὄνειρα καὶ προσδοκίες. Θἀ κόψουμε τὰ καλώδια ποὺ μᾶς ἑνώνουν μὲ τὸ σκληρὸ παρελθὸν καὶ θὰ φυτέψουμε στὴν αὐλή μας ξανὰ λουλούδια καὶ δάφνες. Θὰ κλείσουμε τὰ βαθειὰ ὀρύγματα τοῦ πολέμου. Θὰ ἐλευθερωθοῦν τὰ ὄνειρά μας ἀπὸ τὴν φυλακὴ τόσων χρόνων. Ὤ Ἄννα Μαρία, θὰ φτιάξουμε σπίτια ὄμορφα μὲ βεράντες καὶ κήπους καὶ μεῖς θὰ τραγουδᾶμε χαρούμενα τραγούδια χωρὶς ἐφιάλτες.
—Μιχάλη, ξημέρωσε.
—Ὄχι ἀκόμη, Ἄννα Μαρία.
—Δὲν ἄκουσες τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ; Ξημέρωσε καὶ πρέπει νὰ φύγω.
—Ὤ Ἄννα Μαρία, μεῖνε ἀκόμη λίγο.
—Πρέπει νὰ φύγω. Μοὖπες νὰ μὴ φοβᾶμαι τὸ σκοτάδι. Νὰ μὴ φοβᾶμαι τὰ ἀστέρια. Φοβᾶμαι ὅμως Μιχάλη τὴν ἡμέρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
—Ναί, Ἄννα Μαρία πρέπει νὰ φύγης. Ἀντίο σύντροφέ μου, τῆς νύκτας μικρὸ ἀηδόνι. Κοιμήσου ἤσυχα, ἐγὼ θὰ φυλάω τὰ ὄνειρά σου. Θὰ φυλάω τὰ κλειστά σου μάτια καὶ τὰ φιδίσια βλέφαρά σου.
Ξημερώνει. Πρέπει νὰ πηγαίνω. Ἡ ἀγαπημένη μου νύκτα πέρασε. Σὰν αὐτὴ θὰ περάσουν κι’ ἄλλες κι’ ὅλες θὰ ἀποτελέσουν μιὰ περιπετειώδη ἀνάμνηση. Ὅλα θὰ μιλοῦν γιὰ κάτι. Κάτι ποὺ ὑπῆρξε, κάτι ποὺ ἔγινε στὴν ἄκρη ἑνὸς μεγάλου γκρεμοῦ. Εἴμαστε ἄνθρωποι —φευγαλέες στιγμὲς— ποὺ ποτὲ δὲν ξαναγυρίζουν. Πᾶνε μαζὶ μὲ τὸ παρελθὸν κι’ ἀνασαίνουνε βαθειὰ καμπουριασμένοι ἀπὸ τοῦτο τὸ βάρος, στὰ σοκκάκια τοῦ αὔριο. Στὸ μεγάλο δρόμο τῆς ζωῆς, ὑπάρχουν ἄπειρες παράλληλες ἣ λοξὲς κατευθύνσεις, ποὺ ὁδηγοῦν ὅλες σὲ ξεχωριστὸ σκοπό. Σὲ κάθε κατεύθυνση ὑπάρχει κι’ ἕνας στεναγμὸς μιᾶς ὕπαρξης, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ βρῆ καὶ νὰ ἀκολουθήση σωστὰ τοὺς ἑλιγμοὺς τοῦ δικοῦ του δρόμου. Θὰ χρησιμοποιήση τὸ νῆμα ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὸν Μυθικὸ Ἰάσωνα. Ἄλλος θὰ βάλη μπρός, τὴν ἄσοφη σοφία του καὶ ἄλλος τὴν φτωχή του λογική. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου θὰ μᾶς παρασύρη κι’ ὅλοι θὰ προσκυνήσουμε τὸν σκοπό, ἀποχαιρετώντας γιὰ πάντα τὸ παρελθόν.
*
Αὐτὸ τὸ καλοκαίρι οἱ χωριανοί μου ἔπαψαν νὰ εἶναι γεωργοί. Τὸ σιτάρι ἔμεινε στὰ στάχυα ποὺ περίμενε τὸν θεριστὴ γιὰ νὰ τοῦ πληρώση τὸν ἱδρῶτα καὶ τὴν προσμονή του. Δὲν ὑπῆρχε ὅμως ὁ θεριστής, ὑπῆρχε ὁ πολεμιστὴς κι’ ὁ συνεχιστὴς τῆς ἱερᾶς ἑλληνικῆς μας παράδοσης. Ὑπῆρχε ὁ σκυταλοδρομέας τῆς δόξας, ὁ λαμπαδοφόρος τῆς ἄσβεστης φωτιᾶς ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ σβύση γιατὶ ὑπῆρχε Ἑλλάς.
Ἡ καινούργια γενιὰ δὲν ἤξερε πῶς νὰ τρώει ἕνα γλυκὸ στὸ ζαχαροπλαστεῖον, τί ἦταν τὰ πάρτυ καὶ οἱ κοσμικὲς διασκεδάσεις. Δὲν γνώριζε τὶς χαρὲς τῆς πόλης. Γνώριζε ὅμως νὰ πολεμάει καὶ νὰ ὑπερασπίζη τὴν μάνα του καὶ τὴν ἀδελφή του. Ἤξερε νὰ παίρνη ἐκδίκηση γιὰ τὸ σκοτωμὸ τοῦ πατέρα καὶ τοῦ φίλου του.
Οἱ ταραχὲς μὲ τοὺς Τούρκους συνέχιζαν. Συνηθίσαμε τοὺς πυροβολισμούς. Μὲ τὸ ἄκουσμά τους τὰ παιδιὰ διασκέδαζαν καὶ μεῖς δίδαμε τὸν ὅρκο τῆς ἐκδίκησης. Ἀμέτρητες νύκτες κάναμε παρέα μὲ κουκουβάγιες, ἐξασκώντας τὰ μάτια μας νὰ διακρίνουν τὸ κάθε σάλεμα στὸ πυκνὸ σκοτάδι. Πολλὲς φορὲς δακρύσαμε ὅταν ἡ λησμονιὰ δὲν μποροῦσε νὰ ἐπουλώση τοὺς παλαιοὺς πόνους. Ὅταν, ἐκδικητικὰ ὁ οὐρανὸς ἔκρυβε τ’ ἄστρα καὶ μεῖς μέναμε μόνοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Πέρασε τὸ καλοκαίρι. Ἦρθε ἡ χειμωνιά. Ἡ βροχὴ τώρα ἔγινε ἀχώριστος σύντροφός μας. Πότιζε τὴν διψασμένη μας γῆ καὶ μεῖς μέναμε ὀρφανεμένοι ἀκόμη ἀπὸ ἀγάπη καὶ ξεγνοιασιά.
Ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος ἔγιναν πιὰ δικοί μας καὶ ἡ ἐκδίκηση μεγάλωνε. Ἡ γῆ περίμενε τὴν ἄνοιξη ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸ χορτάρι καὶ μεῖς προσμέναμε ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν ἀναγέννηση τῆς πονεμένης μας πατρίδας. Τὰ πουλιὰ θὰ κελαηδοῦσαν χαρούμενα καὶ ἐλεύθερα σ’ ὅλα τὰ δέντρα, κι’ ἡ ψυχή μας θἄμενε ἀκόμη μαντρωμένη σὲ ἐλπίδες, σκοποὺς καὶ προσδοκίες.
Ἡ Ἄννα Μαρία γελοῦσε τώρα κοιτάζοντας τὸν οὐρανό, τὸν καθάριο οὐρανό, ποὺ θὰ ἔφενε τὴν ἄνοιξη. Γελοῦσε, μὰ ὕστερα ἔκλαιγε.
Ὅταν πιὰ ἦρθε ἡ ἄνοιξη, ἡ Ἄννα Μαρία ξέχασε τὸ κλᾶμα καὶ ἀποφάσισε νὰ γελάει πιὰ μὲ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ἀνθισμένα δέντρα. Ὀμόρφιζε, ψήλωνε, τὰ μαλλιά της μεγάλωναν, μάκραιναν καὶ ἡ καρδιά της κτυποῦσε ρυθμικά, παράξενα. Μᾶς ἕνωνε πιὰ ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐκείνη ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ τὴν πλήρη ψυχικὴ ἐπαφή. Ὅταν ἦταν μόνη, ἔτρεχε ξέγνοιαστα στὰ πράσινα λιβάδια καὶ τραγουδοῦσε. Καθότανε καὶ μίλαγε μὲ τὰ πρόβατα ποὺ ἔβοσκαν καὶ μὲ τὶς βοσκοποῦλες ποὺ ἔκαναν μαντήλια γιὰ τὰ προικιά τους. Τα μάτια της μεγάλωναν ὅταν ἀντίκρυζαν τὶς ὄμορφες ρεμματιές, τὰ πεῦκα καὶ τὰ κρυστάλλινα ρυάκια. Τῆς ἄρεσε πάντα νὰ τρέχη σὰν ἀφηνιασμένο ἄλογο γιατὶ ἔτσι νόμιζε ὅτι θὰ ἅρπαζε τὰ ὄνειρά της, θὰ προσπερνοῦσε τὸν χρόνο καὶ θὰ γευότανε πιὸ γρήγορα τὴ λευτεριά της.
Ὅταν τὴν ἔβλεπα ἀπὸ μακρυά, γελοῦσα καὶ χαιρόμουνα γιατὶ ἤξερα ὅτι ἡ ὕπαρξη ἐκείνη στὴν καρδιά της εἶχε μόνο ἐμένα. Δὲν φοβόμουνα ὅτι θὰ τὴν χάσω, ὅτι θὰ γκρεμιστοῦν τὰ ὄνειρά μας, ὅτι θὰ ἔλθη ξανὰ ἡ χειμωνιά. Ξέγνοιαστος ἔπλαθα τὰ ἴδια ὄνειρα, ἔκανα τὶς ἴδιες σκέψεις, ἀγαποῦσα καὶ ἐγὼ τὰ ἴδια πράγματα.
Ἕνα πρωῒ ποὺ ἀκόμη ὁ ἥλιος ἦταν ἕνα κοντάρι πάνω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς, εἶδα πολὺ κόσμο νὰ τρέχει. Εἶδα γυναῖκες νὰ κλαῖνε καὶ τὰ παιδιὰ νὰ σταματᾶνε τὸ παιχνίδι καὶ νὰ κοιτάζουν τρομαγμένα.
Ἤμουνα σκοπὸς καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τρέξω. Φώναξα ἕνα παιδὶ καὶ τὸ ρώτησα.
—Σκότωσαν μιὰ γυναῖκα. Μοῦ εἶπε.
—Ποιά γυναῖκα; Φώναξα.
—Τὴν μάνα τῆς Ἄννας Μαρίας. Ψιθύρισε.
Τὰ πόδια μου λύγισαν, τὸ κορμί μου ἔτρεμε. Ἀπέναντι εἶδα δυὸ Τούρκους καὶ μιὰ γυναῖκα νὰ βόσκουν τὰ πρόβατά τους. Σήκωσα τὸ ὄπλο μὲ μῖσος καὶ ἀγανάκτηση. Σημάδεψα τὴ γυναῖκα. Ἔφερα τὸ χέρι μου στὴ σκανδάλη καὶ πῆρα βαθειὰ ἀναπνοή. Θὰ πυροβολοῦσα, θὰ σκότωνα τὴ γυναῖκα ἐκείνη, ὅπως σκότωσαν καὶ οἱ δικοί της τὴ μάνα τῆς Ἄννας Μαρίας. Αὐτοὶ ποὺ ἔκλεψαν γιὰ πάντα ἴσως τὴ χαρὰ τῆς Ἄννας Μαρίας. Θόλωσε τὸ μυαλό μου, μὰ τὸ δάκτυλό μου ἦταν σταθερό. Θὰ πυροβολοῦσα, θὰ τὴν σκότωνα… Κατέβασα τὸ ὅπλο καὶ ἔκλαψα. Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάνω. Γιατί; Θὰ σκότωνα μιὰ γυναῖκα. Θὰ σκότωνα δυὸ ἀθώους ἄοπλους, ἀμέριμνους. Μὰ γιατί νὰ μὴ τὸ κάνω; Ἔκρυψα μὲ τὰ δυό μου χέρια τὰ μάτια μου καὶ τὸ πρόσωπό μου καὶ ἔκλαψα πικρά.
Τώρα ἡ Ἄννα Μαρία δὲν γελοῦσε. Τὰ μάτια της πάντα ἦταν θολωμένα καὶ πάντα σκεφτική. Ντύθηκε στὰ μαῦρα καὶ τὸ χορτάρι τοῦ κάμπου ὀρφάνεψε μὲ τὴ δική της ὀρφάνια. Τῆς ἔδινα κουράγιο, τῆς ἔλεγα ἱστορίες, τῆς ἔλεγα παραμύθια νὰ γελάση, γιὰ λίγο νὰ ξεχάση, μὰ στὸ τέλος ἔκλαιγα καὶ ἐγώ. Τώρα δὲν τραγουδοῦσε, τώρα δὲν ἔτρεχε σὰν ἀφηνιασμένο ἄλογο. Τώρα δὲν ἔκανε παρέα μὲ τὶς βοσκοποῦλες. Ὅ,τι πιὸ πολύτιμο εἶχε στὴ ζωή της, τῆς τὸ πήρανε μὲ τὸ ζόρι. Ὀρφανὴ πιά, ἔμενε μὲ μιὰ ἀδελφὴ τῆς γιαγιᾶς της. Ὀρφανὴ ἔμενε σὲ ἕνα ὀρφανεμένο, κουρελιασμένο, γυμνὸ σπίτι. Οἱ ὧρες τῆς σιωπῆς μεγάλωναν καὶ ἐγὼ ἔλυωνα. Ἡ ἄνοιξη ἔφυγε γιὰ μᾶς τόσο γρήγορα. Φοβόμουνα νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἀγάπη μας. Φοβόμουνα νὰ μιλήσω γιὰ τὰ ὄνειρά μας. Τὰ λόγια μας στέρεψαν. Μιλούσαμε πιὰ μὲ τὰ μάτια. Μᾶς ἀπέμεινε μόνο αὐτὸς ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας.
*
Τὰ μάτια της μὲ ἀναζητοῦσαν καὶ ἐγὼ τὴν κοίταζα. Τίποτα ἄλλο. Οἱ ὧρες σιωπῆς ἔγιναν τώρα μέρες σιωπῆς.
Ἕνα μεσημέρι τὴν βρῆκα νὰ μαζεύει μαργαρῖτες καὶ παπαροῦνες στὸ ἴδιο μέρος ποὺ σκότωσαν τὴν μάνα της. Τὴν φώναξα ἀπὸ μακρυά, νὰ φύγη, γιατὶ ὑπῆρχεν κίνδυνος. Αὐτὴ δὲν ἄκουε, ἴσως ἦταν βαθειὰ συλλογισμένη, μακρυὰ ἀπὸ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα. Τὴν φώναξα πιὸ δυνατά. Κανένα ἀποτέλεσμα. Ἔτρεξα καὶ τὴν ἅρπαξα ἀπ’ τὸ χέρι καὶ τῆς εἶπα νὰ φύγουμε. Ἐκείνη ἀπόρησε. Γιατί; Τὰ λουλούδια εἶναι γιὰ ὅλους. Τὰ λουλούδια τὰ στέλλει ὁ Θεός.
—Ὑπάρχει κίνδυνος. Τῆς εἴπα.
—Θὰ μαζέψω λουλούδια γιὰ τὸν τάφο τῆς μάνας μου. Ἀπάντησε.
Τὴν τραβοῦσα ἀπὸ τὸ χέρι, ὅμως αὐτὴ δὲν ἔφευγε. Τῆς εἶπα τότε ψέμματα, ὅτι ὁ πόλεμος τέλειωσε καὶ γίνεται πανηγύρι στὸ χωριό. Αὐτὴ ξαφνικὰ ὥρμησε ἐπάνω, ἄνοιξε τὰ μάτια της, ἀνέμισε τὰ μαλλιά της καὶ γέλασε. Ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὴν ἔβλεπα νὰ γέλάη τόσο ὡραῖα. Μὲ τράβηξε αὐτὴ τώρα, νὰ πᾶμε πιὸ γρήγορα στὸ χωριό, νὰ καλωσορίσουμε τὸν τελειωμὸ τοῦ χειμῶνα, τὸ τέλος μιᾶς ἱστορίας τραγικῆς, ἐφιαλτικῆς καὶ τὸ ἀρχίνισμα μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Νὰ γιορτάσουμε ἕνα γεγονὸς ποὺ ἦταν ψέμμα.
Τρέχαμε μέσα στὰ πράσινα λιβάδια, ὅταν ἀκούστηκε ξαφνικὰ ἕνας πυροβολισμός. Ἔπιασε τὸ χέρι μου. Κάτι ἔνοιωσα σὰν ἕνα ἐλαφρὸ τσίμπημα. Νόμισα ὅτι μὲ κέντρισε μέλισσα. Ἡ Ἄννα Μαρία μὲ κοίταξε.
—Εἶσαι χλωμός. Μοῦ εἶπε.
—Δὲν ξέρω, τῆς ἀπήντησα.
Τρέχαμε ὅλο τρέχαμε καὶ ξαφνικὰ ἔνοιωσα δυνατὸ πόνο στὸ χέρι. Στάθηκα καὶ τὰ πόδια μου λύγισαν.
—Μιχάλη, Μιχάλη, τί ἔπαθες; Φώναξε τρομαγμένη ἡ Ἄννα Μαρία.
—Διψῶ, τῆς εἴπα.
Γέμισε τὴ φοῦκτα της νερὸ ἀπὸ τὴν κοντινὴ πηγὴ καὶ μοῦ ἔδωσε νὰ πιῶ.
—…Ἄννα Μαρία, πρόσεχε, ψιθύρισα. Καὶ σκοτείνιασαν τὰ πάντα. Ὕστερα ἔπεσα, δὲν θυμόμουνα πιὰ τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Στὸ νοσοκομεῖο ἔνοιωθα σὰν σκλαβωμένο πουλί. Ἡ σφαῖρα βγῆκε. Τὸ χέρι μου ὅμως χειροτέρευε. Δὲν μποροῦσα νὰ σκεφτῶ. Νὰ βάλω μιὰ τάξη στὶς σκέψεις μου. Σκεφτόμουνα, ἂν δὲν ἦταν ἡ Ἄννα Μαρία. Ἂν ἔσβηνε καὶ αὐτὴ ἡ ἐλπίδα. Αὐτὴ ἡ ὄμορφη προσδοκία.
Ἡ Ἄννα Μαρία ἦταν σύντροφος τοῦ πόνου μου. Ἐρχόταν κάθε πρωΐ, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ. Μὰ πονεμένη ἔνοιωθε καλύτερα τὸν πόνο μου. Καὶ ὁ πόνος μου ἦταν μεγάλος, ἀβάστακτος. Ἡ θλίψη σκοτείνιαζε τὸ μυαλό μου. Ἔδιωχνε κάθε ἀκτίδα χαρᾶς. Παγοποίησε κάθε σκέψη μου. ῾Η Ἄννα Μαρία στεκότανε τώρα πάντα δίπλα μου. Νὰ ἐμποτίση μὲ λίγη ξεγνοιασιὰ τὶς ἐφιαλτικὲς στιγμές μου.
Ἕνα βράδυ ἔμεινα ἄγρυπνος μέχρι τὸ πρωΐ. Τὰ μάτια μου ἦταν περισσότερο βουρκωμένα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Οἱ λίγες ἐλπίδες ποὺ εἶχα σὰν ἀπόθεμα καὶ θὰ τὶς ἔφερνα στὸ φῶς, σὲ μιὰ δύσκολη ἀνεπανάληπτη στιγμή, εἶχαν κομματιασθῆ. Ἡ συζήτηση ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου ἦταν καθαρή. Ἄκουα πολὺ καλά. Ἵσως αὐτοὶ ποὺ κουβέντιαζαν, νὰ μὴν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλό τους ὅτι θὰ τοὺς ἄκουα.
—Νέο παιδὶ ὁ Μιχάλης κι’… Ἀκούστηκε νὰ λέει ὁ πρῶτος.
—Δὲν γίνεται διαφορετικά. Τὸ εἶπε χτὲς ὁ γιατρός. Πρόσθεσε σταθερὰ ὁ ἄλλος.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ σιωπὴ σὰν κάτι πολὺ σοβαρὸ νὰ τοὺς ἀπασχολοῦσε. Μιὰ σιωπὴ ποὺ γιὰ μένα ἦταν αἰῶνες.
—Λὲς νὰ τὸ κόψουνε ὁλόκληρο; Εἶπε ὁ πρῶτος διστακτικά.
—Μὰ ἡ σφαῖρα τὸν βρῆκε πολὺ ψηλά.
—Κατάλαβα… Εἶπε ὁ δεύτερος πολὺ λυπημένα.
Μὲ βρῆκε τὸ πρωῒ νὰ σκέφτομαι βαθειὰ καὶ νὰ περιμένω κάθε καινούργια στιγμὴ χωρὶς καμμιὰ ἐλπίδα. Νὰ μὴ μπορῶ νὰ δεχθὼ τὴν καινούργια κατάστασι ποὺ θὰ ἐρχότανε σύντομα. Προσπαθοῦσα νὰ ἀντλήσω κουράγιο ἀπὸ φανταστικὰ παράξενα περιστατικά. Τὸ χέρι μου τὸ ἤθελα. Ἀκόμη δὲν ἐξάντλησα τὴν ὁρμὴ ποὺ εἶχα γιὰ τὸν πόλεμο. Ἀκόμη δὲν ἔκτισα τοὺς πύργους μὲ μάρμαρα σκαλιστά, αὐτοὺς ποὺ ὀνειρευόμουνα ὅταν ἤμουνα μικρὸ παιδό. Δὲν ἤθελα νὰ γινόμουνα ἥρωας χωρὶς νὰ προσφέρω στὴν πατρίδα μου. Ἤθελα τὸ χέρι μου. Ἦταν δικό μου. Τὸ ἤθελα πρῶτα γιὰ τὴν ἀγαπημένη μου πατρίδα και ὕστερα γιὰ τὴν Ἄννα Μαρία.
Ἡ πόρτα κτύπησε διακριτικὰ καὶ μπῆκε ἡ Ἄννα Μαρία. Τὰ μάτια της γεμάτα ὑποσχέσεις καὶ παρηγοριά. Γεμάτα ἐλπίδες γιὰ καινούργιες μέρες.
—Σοῦ ἔφερα λουλούδια.
—Τί νὰ τὰ κάνω;
—Γιὰ καινούργιες ἐλπίδες καὶ γρήγορη ἀνάρρωση. Εἶπε καὶ χαμήλωσε τὸ βλέμμα της.
—Γιατί δὲν μὲ κοιτᾶς στὰ μάτια, Ἄννα Μαρία;
—Μὲ πονᾶνε, μοῦ ἀποκρίθηκε.
—Λὲς ψέματα, Ἄννα Μαρία. Ξέρω γιατί.
Ἡ Ἄννα Μαρία ἔμεινε βαθειὰ συλλογισμένη. Προσπαθοῦσε κάτι νὰ πῆ, μὰ δὲν μποροῦσε.
—Θὰ μοῦ κόψουν τὸ χέρι καὶ τὸ ξέρεις, τῆς φώναξα ἀπεγνωσμένα.
—Ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ γίνης καλά. Θὰ τὸ δῆς.
—Ὑπάρχουν ἐλπίδες γιὰ περισσότερον πόνο.
—Μιχάλη… προσεύχομαι…
—… νὰ μὴ μοῦ τὸ κόψουν;
—Μιχάλη, ὁ γιατρὸς εἶπε ὅτι θὰ ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὴν ἐγχείρηση ποὺ θὰ γίνη.
Τὴν κοίταξα στὰ μάτια καὶ ἐκείνη δάκρυσε. Ὁ πόλεμος μᾶς ἔδωσε τὴ χαρά. Μᾶς ἔνωσε καὶ μᾶς ὑποσχέθηκε ἕνα ὄμορφο ἀγαπημένο αὔριο. Τώρα ὁ ἴδιος ὁ πόλεμος ἀθετοῦσε τὸν λόγο του καὶ ἤθελε νὰ μᾶς πάρη πίσω ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἔδωσε.
Ἡ Ἄννα Μαρία ἔφυγε. Θὰ ἐρχόταν τὸ μεσημέρι. Θὰ τὴν περίμενα, ὅπως περιμένει ἡ διψασμένη γῆς τὴν βροχὴ τοῦ φθινοπώρου.
*
Θὰ τὴν πρόσμενα ὅπως προσμένει ἡ αὐγούλα τὸ πουλὶ νὰ κελαηδήση στὸ ψηλὸ δέντρο τῆς αὐλῆς.
Θὰ περάσουν πολλὰ μεσημέρια, πολλὰ πρωϊνὰ καὶ ἡ μέρα τῆς μεγάλης ἀπόφασης θὰ φθάση. Ἡ αγάπη μας, ριζωμένη σὲ μιὰ πληγωμένη ζωή, θὰ περιμένη κάποια ἄλλη ἄνοιξη, νὰ δροσίση τὴν πορεία μας. Κάποια ἄνοιξη μέσ’ τὴν ἄνοιξη ποὺ θὰ τρέξουμε ξανὰ στὰ χορταριασμένα λιβάδια, ποὺ θὰ πιοῦμε ξανὰ στὶς φοῦκτες μας νερό, ὅταν ἡ κάψα τοῦ μεσημεριοῦ μᾶς βρῆ ἀνάμεσα στὶς σπαρμένες πηγὲς τῶν χωραφιῶν.
Τώρα, λίγες στιγμὲς καὶ ὅλα θὰ τέλειωναν ἢ ὅλα θὰ ξανάρχιζαν.
Ἐκεῖνο τὸ ἀπόγευμα περίμενα μὲ ἀπερίγραπτη ἀπάθεια. Δὲν σκεφτόμουν γιατὶ δὲν εἶχα σκέψεις. Τὸ κάθε πρᾶγμα ἦταν γιὰ μένα ἀδιάφορο. Μιὰ μόνο φορὰ σκέφτηκα, ἂν ὑπάρχω ἢ δὲν ὑπάρχω.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μὲ κύκλωσαν μερικὲς νοσοκόμες καὶ δύο γιατροί. Μὲ πῆραν στὸ χειρουργεῖο. Τοὺς ἔβλεπα ὅλους. Μπροστὰ στὰ μάτια μου εἶχαν μεγεθυνθῆ τὰ πάντα. Οἱ γιατροὶ ἦσαν κυπαρίσσια ψηλὰ ποὺ μὲ κοίταζαν λυπημένα. Τὰ ἐργαλεῖα ἦταν ἐχθροὶ παρατεταγμένοι κι’ ἕτοιμοι νὰ ἀκούσουν τὸ πρόσταγμα τῆς σάλπιγγας γιὰ ἐπίθεση.
—Θὰ ἐξετάσουμε τὸ χέρι σου. Μοῦ εἶπε στοργικὰ ὁ γιατρὸς ποὺ στεκόταν δίπλα μου.
—Γιὰ νὰ τὸ κόψετε. Συμπλήρωσα.
—Μὴ βιάζεσαι, θά… Ἀπάντησε.
Ἔκλεισα σφικτὰ τὰ μάτια μου. Μετὰ σκοτείνιασαν τὰ πάντα. Δὲν θυμᾶμαι τί ἔγινε.
Ὅταν ἄνοιξα τὰ μάτια μου λαλοῦσε πετεινός. Ἀπόρησα. Ποῦ βρίσκομαι! Μιὰ ἐνοχλητικὴ ἡσυχία ἐπικρατοῦσε. Ἡ ἠσυχία αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει πρὶν χαράξη τὸ φῶς τῆς μέρας. Δὲν ἔβλεπα τίποτε. Μόνο αἰσθανόμουν παράξενα καὶ ἡ σκέψη μου θολὴ τριγυρνοῦσε ἐπίμονα γύρω ἀπὸ τὸ ποῦ βρίσκομαι. Ὕστερα, ἄρχισα νὰ μετράω τὰ πόδια μου. Τὰ κουνοῦσα πέρα δῶθε, νὰ βεβαιωθῶ ἂν ὑπάρχουν ὅλα. Μὲ πολύπλοκους λογαριασμοὺς ἀπέδειξα ὅτι ἦταν καὶ τὰ δυό…
Ἡ ἐγχείρηση τότε πέτυχε, δὲν μοῦ ἔκοψαν τὸ πόδι, σκέφτηκα. Πλημμύρησε τότε ἡ ψυχή μου ἀπὸ συννεφιασμένη χαρά. Μιὰ ἰκανοποίηση θολὴ ποὺ πῆγα νὰ φωνάξω δυνατὰ στοὺς τέσσερεις τοίχους, ὅταν ξαφνικὰ πρόσεξα πάνω ἀπὸ τὰ σκεπάσματα τὸ χέρι μου —ἕνα χέρι— νὰ κινεῖ ἀπεγνωσμένα τὰ πέντε του δάκτυλα! Τότε θυμήθηκα.
—Ποῦ εἶναι τὸ ἄλλο μου χέρι; Φώναξα μὲ ὅση δύναμη εἶχα.
Ἄνοιξε μὲ μιᾶς ἡ πόρτα καὶ μπῆκε ἡ Ἄννα Μαρία. Γελοῦσε περίεργα. Στὴν ἀγκαλιά της κρατοῦσε κόκκινα τριαντάφυλλα, πολύχρωμα γαρύφαλλα, λουλούδια, πολλὰ λουλούδια.
—Σοῦ ἔφερα λουλούδια. Μοῦ εἶπε σταθερὰ καὶ χαρούμενα.
—Τί νὰ τὰ κάνω, γιὰ τὸ μνῆμα τοῦ χεριοῦ μου;
—Γιὰ τὴν εὐτυχία μας.
—Δὲν κατάλαβα.
—Μιχάλη, πέτυχε, πέτυχε, πέτυχε ἡ ἐγχείρηση. Τὸ χέρι σου τὸ ἔχεις. Εἶναι δίπλα σου.
—Τί εἶπες; Τί εἶπες, Ἄννα Μαρία; Εἶπα μὲ γουρλωμένα μάτια γεμᾶτα ἀπορία.
—Ναί, Μιχάλη. Μὴ απορῆς.
—Τὸ χέρι σου τὸ ἔχεις. Εἶναι μέσα στὰ σκεπάσματα, τυλιγμένο μέσα σὲ ἐπιδέσμους.
Τὸ ἕνα μου χέρι τότε ἔψαξε νὰ βρῆ τὸ ἄλλο. Τὸ εἶδα. Πίστεψα καὶ φώναξα:
—Εὐχαριστῶ.
Ἕνα εὐχαριστῶ βγαλμένο μέσα ἀπ’ τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς μου, ποὺ ἀπευθυνόταν σὲ ὅλους.
Ἡ Ἄννα Μαρία ὤρμησε καὶ φίλησε μ’ ἀγάπη καὶ θέρμη τὸ μέτωπό μου. Κλάψαμε μαζί. Γελάσαμε μαζί. Ἡ θλιβερὴ ἱστορία μας τέλειωσε πιά, καὶ εἴμαστε τώρα βέβαιοι, ὅτι θὰ ἄρχιζε μιὰ καινούργια εὐτυχία καὶ γιὰ τοὺς δυό μας.
Πέρασε ἕνας μήνας χαρᾶς καὶ εὐτυχίας καὶ προσμονῆς. Ἕνας μήνας γεμᾶτος ἐλπίδες καὶ προγραμματισμοὺς καὶ ὕστερα πῆρα τὸ ἐξειτήριον ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο ὑγιής, ἀρτιμελής.
Ξαναγύρισα στὸ χωριό μου καὶ πῆρα ξανὰ τὸ ντουφέκι, ποὺ μὲ καρτεροῦσε. Στὸ σχολεῖο πηγαίναμε δυὸ-τρεῖς φορὲς τὸ μῆνα. Κάθε φορὰ λέγαμε θὰ συνεχίζαμε τὰ μαθήματά μας. Ὅμως κάποια ταραχή, κάποιο συμβάν, μᾶς σταματοῦσε.
Οἱ συμπλοκὲς μὲ τοὺς Τούρκους εἶχαν πάρει πιὰ μιὰ μονιμότητα. Ἀγαπήσαμε τὴ νύκτα, ἀποκτήσαμε φιλία μὲ τὶς νυκτερίδες, τὰ νυκτοπούλια καὶ τὶς κουκουβάγιες. Καὶ ἦταν τόσο ὄμορφα μέσα στὴ βαθειὰ σιωπὴ τῆς νύκτας νὰ κουβεντιάζη κανεὶς μὲ τὸ σκοτάδι καὶ τις σκιές. Νὰ κουβεντιάζη μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ νοιώθη μέσα του τὴ συνέχεια τοῦ χρόνου, τόσο ἔντονα. Νὰ προβληματίζεται σὲ θέματα καυτὰ τῆς ζωῆς καὶ ἡ σιωπὴ μέσα στὴ μοναξιὰ νὰ τοῦ ὑπόσχεται οὐρανοὺς γαλάζιους, ἕνα αὔριο ἐμποτισμένο μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ πόλεμος μ’ ἔκανε ν’ ἀγαπήσω τὶς νύκτες πιὸ πολὺ ἀπὸ τὶς μέρες. Νὰ κτίσω ἕνα ὄμορφο παρελθόν, ποὺ τώρα γίνεται στυλοβάτης σὲ κάθε στιγμὴ ἀπελπισίας καὶ λύπης μου.
Οἱ μέρες περνοῦσαν ὅλο νοσταλγία γιὰ κάποιο αὔριο, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀμφιβολία μήπως ἐκεῖνες οἱ χαρὲς μείνουν κλειστὲς καὶ σφραγισμένες στὸ παρελθόν. Τὴν κάθε μέρα, τὴν κάθε ἀλλαγὴ τοῦ καιροῦ, τὴν ἔνοιωθα ἔντονα καὶ μὲ γέμιζε κάθε εἴδους εὐτυχία.
Ἡ Ἄννα Μαρία πίστεψε πιὰ ὅτι πρέπει νὰ χαιρόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς μὲ ὅ,τι εἴχαμε. Ὅτι ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας καὶ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε μέσα μας τὴν χαρὰ καὶ μὲ τὸ λίγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
Πέρασε τὸ καλοκαίρι ξανὰ καὶ ἦλθε τὸ φθινόπωρο μὲ τὶς πρῶτες βροχὲς καὶ τὸ πρῶτο κρύο. Τὰ φύλλα σὰν σημαιοῦλες πολύχρωμες κυμάτιζαν ἐλεύθερες σκορπίζοντας παντοῦ ἕνα αἴσθημα ἀλλαγῆς. Ἡ φυλλοβροχὴ αὐτὴ ὀμόρφιζε τὶς στράτες καὶ τὶς ἔκανε νὰ μοιάζουν μὲ πράσινους - κίτρινους τάπητες ποὺ μᾶς περίμεναν νὰ τοὺς ἀγκαλιάσουμε ὅλο ἐλπίδα καὶ νοσταλγία.
Κάποιο ἀπομεσήμερο, ποὺ ὁ ἥλιος κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἀσπρογάλαζα σύννεφα καὶ ἕνας ἀγέρας βοηθοῦσε τὸν φθινοπωρινὸ ξεσηκωμὸ τῶν γηρασμένων φύλλων, περπατοῦσα μόνος μου στὴν αὐλὴ ὅταν κοίταξα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα τὰ χελιδόνια νὰ φεύγουν. Ἡ καρδιά μου σφίκτηκε.
—Τί κοιτάζεις; Ἀκούστηκε ξαφνικὰ μιὰ φωνὴ πίσω μου. Γύρισα καὶ εἶδα τὴν Ἄννα Μαρία.
—Τ’ ἀστέρια, τῆς ἀπάντησα.
Γέλασε συγκρατημένα καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε.
—Τ’ ἀστέρια τῆς ἡμέρας;
—Τ’ ἀστέρια ποὺ δὲν ὑπάρχουν νὰ σηκώσουν μαντῆλι στὰ χελιδόνια ποὺ φεύγουν.
Κοίταξε κι’ αὐτὴ τὰ χελιδόνια κι’ ἔμεινε βαθειὰ συλλογισμένη.
—Τί σκέφτεσαι; τῆς εἶπα.
—Τίποτα. μοῦ ἀπάντησε σιγὰ καὶ κοίταξε ξανὰ ἐπίμονα τὰ χελιδόνια ποὔφευγαν. Ὕστερα γύρισε ξαφνικὰ καὶ μοῦ εἶπε:
—Μιχάλη, ...φεύγω.
—Τἄχασα, τρόμαξα καὶ γεμᾶτος ἀπορία τῆς εἶπα:
—Ποῦ θὰ φύγης;
—Ἔρχεται ὁ πατέρας μου.
—Χαρά σου τότε.
—Χαρὰ μαζὶ μὲ λύπη.
—Γιατί Ἄννα Μαρία;
—Θὰ φύγω μαζὶ μὲ τὸν πατέρα. Γιὰ μένα ἔρχεται, νὰ μὲ πάρη ἐκεῖ στὴν Αὐστραλία.
Ἔμεινα σκεφτικός. Μιὰ βαθειὰ σιωπὴ μᾶς πολιορκοῦσε ἐπίμονα. Χίλια δυὸ πράγματα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ σκέψη μου. Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς λίγες στιγμὲς τῆς σιωπῆς τὸ χτές, τὸ σήμερα καὶ τὸ αὔριο ἔγιναν ἕνα μικρὸ δακτυλίδι ποὺ ἔσφιγγε μὲ πεῖσμα τὴ σκέψη μου. Πρώτη μίλησε ἡ Ἄννα Μαρία καὶ μοῦ εἶπε:
—Θὰ ξανάλθω.
—Δὲν τὸ πιστεύω, τῆς εἶπα.
—Σοῦ λέω ἀλήθεια, Μιχάλη, θὰ ξανάλθω.
—...Σὰν τὰ χελιδόνια.
—Αὐτὰ ὅμως θἄλθουν τὴν πρώτη μέρα τῆς ἄνοιξης. Ἐσὺ θὰ μείνης χειμῶνες καὶ καλοκαίρια, τῆς εἶπα μὲ βουρκωμένα μάτια.
—Θἄλθω γρήγορα, Μιχάλη, θὰ φέρω χρήματα πολλά. Νὰ κτίσουμε τὸ σπίτι ποὺ ὀνειρευόμαστε. Γιὰ μένα αὐτὸς ὁ χωρισμὸς εἶναι μαρτύριο. Ὅμως, σοῦ λέω ὅτι θὰ ξανάλθω πολὺ γρήγορα, Μιχάλη.
—Πήγαινε, Ἄννα Μαρία. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνη. Ἐκεῖ εἶναι ὁ πατέρας σου, τ’ ἀδέλφια σου. Θὰ ζῶ κι’ ἐγὼ ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ γυρισμοῦ. Μὲ τὴν γλυκειὰ ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ σου. Ὅταν ἔλθης, θέλω νἆναι χειμώνας. Νά, ἔτσι, θέλω νὰ πᾶμε κόντρα στὰ χελιδόνια ποὺ φεύγουν, μέσα στὸν χειμώνα.
—Ναί, Μιχάλη, θἄλθω κάποιο πρωῒ μὲ τὴ βροχή, νὰ τὸ θυμᾶσαι.
—Θὰ θυμᾶμαι καὶ θὰ προσμένω.
—Γιατί κλαῖς, Ἄννα Μαρία;
—Δὲν ξέρω.
—Θὰ περιμένω, Ἄννα Μαρία.
—Τὸ αὔριο εἶναι πάντα κλειστὸ στὴ μυστικότητα. Μοὖπε στοχαστικά.
—Ἴσως, ὅμως ἐμεῖς τὸ αὔριο τὸ κάναμε πολλὲς φορὲς σήμερα.
—Στὰ ὄνειρά μας. Μοῦ εἶπε.
—Ποὺ θὰ γίνουν τὰ ὄνειρά μας πραγματικότης, τῆς ἀπάντησα.
—Πρέπει νὰ πηγαίνω. Θὰ σὲ ξαναδῶ. Γειά σου τώρα, Μιχάλη.
—Ἀντίο, Ἄννα Μαρία.
*
Πέρασαν δεκατρεῖς μέρες καὶ τὸ πρωῒ τῆς δεκάτης τρίτης μέρας, ἡ Ἄννα Μαρία μοῦ ἔλεγε τὸ τελευταῖο ἀντίο. Ἦταν Τρίτη βράδυ. Ἀλεπάλληλοι πυροβολισμοὶ μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας ἔσπαζαν τὴ σιωπὴ καὶ δημιουργοῦσαν τρόμο στὰ παιδιὰ ποὺ ξύπνησαν καὶ ρωτοῦσαν τὶς μανάδες τους ὅλο ἀπορία γιατὶ μᾶς κτυποῦν. Ἐμεῖς ἀνταποδίδαμε τὸ πῦρ καὶ προσπαθούσαμε νὰ ἐξαρθρώσουμε τὶς θέσεις τῶν ἐχθρῶν μας.
Ἤμουνα πεσμένος στὸ χῶμα μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι καὶ κτυποῦσα τὸ ὑπ’ ἀριθμὸ 4 φυλάκιο. Ἡ Ἄννα Μαρία ἔψαχνε νὰ μὲ βρῆ γιὰ νὰ μὲ ἀποχαιρετήση. Θὰ ἔφευγε ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγη χωρὶς νὰ μοῦ πῆ τὸ τελευταῖο ἀντίο.
Ἄκουσα ξαφνικὰ δίπλα μου νὰ σέρνεται κάποιος. Δὲν μποροῦσα νὰ κοιτάξω. Ὅμως ἡ ἀνάσα ἦταν ζεστὴ καὶ γνώριμη. Ἦταν ἡ Ἄννα Μαρία.
—Μιχάλη, ἦλθα νὰ σὲ ἀποχαιρετήσω.
—Μὴ σηκώνεσαι, πρόσεχε. Σκῆψε πιὸ πολὺ νὰ μὴ σὲ βρῆ καμμιὰ ἀδέσποτη σφαῖρα.
—Δὲν μποροῦσα νὰ φύγω... χωρὶς...
—Ναί, Ἄννα Μαρία, ἦλθες νὰ μὲ ἀποχαιρετήσης. Θὰ μοῦ λείψης.
Σταμάτησα νὰ μιλῶ κι’ ἄρχισα νὰ πυροβολῶ μιὰ ὁμάδα τούρκικη ποὺ προχωροῦσε πρὸς ἐνίσχυση τοῦ ὑπ’ ἀριθμὸ 4 φυλακίου. Ἄκουα μέσα στὸ θόρυβο τῶν πυροβολισμῶν τὴν Ἄννα Μαρία νὰ προσεύχεται.
—Θεέ μου βοήθα νὰ μὴ πάθη κανένα κακό. Τάζω κεριὰ καὶ προσκύνημα σ’ ὅλα τὰ μοναστήρια νὰ τελειώση αὐτὸ τὸ κακό. Θεέ μου βοήθησε.
—Νά, κοίταξε, Ἄννα Μαρία! Ὑποχωρήσανε! Δὲν τοὺς ἄφησα νὰ προσωρήσουν. Ἂν ξαναδοκιμάσουν θὰ τοὺς ἀφήσω στὸν τόπο.
—Μιχάλη, πρέπει νὰ πηγαίνω.
—Ἄννα Μαρία, φύγε μὲ τὸ καλό. Θὰ μοῦ λείψης, τὸ ξέρεις, μὰ βλέπεις οὔτε νὰ ἀποχαιρετηστοῦμε σὰν ἄνθρωποι μποροῦμε. Μέσα στὴ φωτιὰ τῆς μάχης λέμε τὸ τελευταῖο ἀντίο. Πήγαινε στὸ καλό. Ὁ Θεὸς μαζί σου, Ἄννα Μαρία. Θὰ περιμένω. Μὰ πρέπει νὰ περιμένουμε κι’ οἱ δυό.
—Μιχάλη, νὰ μὲ συγχωρῆς ποὺ φεύγω. Μοὖπε κλαίοντας καὶ τὰ δάκρυά της πότιζαν μιὰ φούχτα χῶμα κάτω ἀπὸ δυὸ ὄμορφα καστανὰ μάτια.
—Ἄννα Μαρία, εἶσαι ἡ ζωή μου. Ὅμως, ἔχω μεγάλη ὑπομονὴ καὶ θὰ σὲ προσμένω μὲ τὴ βροχὴ μιὰ μέρα τοῦ χειμῶνα. Ἀκοῦς, νὰ ‘ρθῆς μὲ τὴ βροχὴ καὶ τὸν ἄνεμο.
Ἡ Ἄννα Μαρία τώρα ἔκλαιγε πιὸ πολύ. Οἱ ντουφεκιὲς ξανάρχισαν. Τὴν ἔσπρωξα νὰ φύγη. Σύρθηκε σιγὰ σιγὰ μὲ ἕνα ὑπόκωφο κλᾶμα ποὺ θὰ τὸ θυμᾶμαι πάντα. Ἕνας ξεχωριστὸς παράξενος ἀποχωρισμός. Ἕνα ἀντίο μέσ’ τὴ μάχη. Ἕνα γειά σου χωρὶς φιλιά, μέσ’ τὴ φωτιά.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε σε επτά μέρη στο περιοδικό Μόρφωσις, Λευκωσία – Κύπρος. Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε τον Μάιο 1976, Τόμος ΛΒ΄, Αριθμός: 372, σελ. 17, το δεύτερο μέρος τον Ιούνιο-Ιούλιο 1976, Τόμος ΛΒ΄, Αριθμός: 373-374, σελ. 18, το τρίτο μέρος τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1976, Τόμος ΛΒ΄, Αριθμός: 375-376, σελ. 28-29, το τέταρτο μέρος τον Οκτώβριο 1976, Τόμος ΛΒ΄, Αριθμός: 377, σελ. 21, το πέμπτο μέρος τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο 1976, Τόμος ΛΒ΄, Αριθμός: 378-379, σελ. 27, το έκτο μέρος τον Ιανουάριο 1977, Τόμος ΛΓ΄, Αριθμός: 380, σελ. 21 και το έβδομο μέρος τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1977, Τόμος ΛΓ΄, Αριθμός: 381-382, σελ. 25.)