Χριστέ μου, γλυκειά μου Παναγιὰ
τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου
ἄρχισε νὰ τρεμοσβήνη στοῦ κόσμου
τὶς πίκρες, τὰ βάσανα, τοὺς στεναγμούς.
Ἡ καρδιά μου κλαίει μὲ πόνο
καὶ σπαραγμό, ζητώντας λίγη χαρὰ
λίγη εὐτυχία σὲ τούτη τὴ ζωή.
Σὲ ποῖον νὰ πῶ τὸν πικρό μου πόνο
σὲ ποῖον νὰ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου
νὰ μὲ νοιώση, νὰ τὸν νοιώσω
μαζὶ νὰ γίνουμε πουλιὰ γοργόφτερα
νὰ ρθοῦμε κοντά σου, σιμά σου.
Ἡ γλυκειά σου ματιά,
ἡ θεία σου πνοὴ
θέλω νὰ ζεσταίνει καὶ νὰ μοῦ κρυφομιλάη
στὸ ἀγέρι τῆς μοναξιᾶς.
Νὰ μοῦ δένει τὰ μάτια
μόνον ἐσέ νὰ βλέπω ἐσὲ ν’ ἀγναντεύω
στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ
στὴν ἄλλην μαγεμένη πανώρια ζωή.
Χριστούλη μου τῆς Φάτνης μικρὸ ἀγόρι,
ἔλα κοντά μου, ἔλα στὴν καρδιά μου
καὶ κράτα μου συντροφιά,
σύντροφος πιστός, τῆς ζωῆς μου ὁδηγός.
ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΜΑΡΙΟΣ
Προδρόμι
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 1967 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 530, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
Κάποτες ξεκινήσαμε μαζί.
Τὰ δυό μας καράβια, τὸ ἕνα πλάϊ στὸ ἄλλο,
πηγαίνανε νὰ βροῦνε μιὰ νῆσο,
μιὰ νῆσο σιγουριᾶς καὶ εὐτυχίας.
Κάποια μέρα φουρτούνιασε ἡ θάλασσα
καὶ τὸ μικρό σου καράβι βούλιαξε κι’ ἐχάθη
στοῦ πελάγου τὰ μαῦρα μυστήρια βάθη.
Ἔμεινα μόνος. Τὸ καράβι μου ἐσώθη μὰ ’ραγίστη
ἀπ’ τῆς φουρτούνας τὸ βαρὺ μεθύσι.
Ἐσὺ ἔφυγες. Καὶ ὅμως σὲ βλέπω νὰ γελᾶς.
Σὲ κοιτάζω κι’ ἐσὺ μοῦ λὲς εἶναι ψέμα.
Σοῦ μιλῶ καὶ φεύγεις. Γυρνᾶς πίσω μὲ πρόσωπο χλωμό.
Κάποιος ἄλλος σοὔδωσε σιγουριά, προστασία, πλούτη.
Μὰ ἐγὼ ἔχω τὴν ἀγάπη, ποὖναι πιὸ τρανὴ
κι’ ἀπ’ τὰ πλούτη καὶ ἀπ’ τὰ κάλλη!
Γ. ΒΕΝΙΚΗΣ
Προδρόμι
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 1967 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 532, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 4.)
Ἔκλαψα σήμερα πολύ, γιὰ ἕνα πικρὸ χαμό.
Ἔφυγε μὲ τὸν μαῦρο Καβαλλάρη τὸ χάραμα τῆς αὐγῆς.
Ἔκλαψα πικρὰ γιατὶ ὁ χαμός της σφράγιζε μιὰ ἀγάπη:
μάρτυρες ἡ νύκτα, τὸ ἀκρογιάλι καὶ τ’ ἄστρα
ὅταν κάτω ἀπ’ τὴν σκέπη τους πλέκαμε ὄνειρα πολλά.
Ἔκλαψα καὶ ἡ ζωή μου ἔγινε κλάμα,
ἡ εὐτυχία ἔγινε δυστυχία κι’ ἡ χαρά μου λύπη.
Ἄν μποροῦσα νὰ γίνω ἀράχνη
ὅλο τὸ κόσμο θὰ τὸν ἔντυνα μὲ μαῦρο χρῶμα
νὰ μὴ ὑπάρχει κακιὰ ἀντίθεση στὴ φύση,
τὸ μαῦρο ἀνάμεσα στὸ κόκκινο, στὸ πράσινο, στὸ γαλάζιο.
Ἔκλαψα χθὲς γιατὶ μοὖπε «βαρέθηκα»,
ἔκλαψα σήμερα γιατὶ μοὖπε «φεύγω»,
θὰ κλάψω αὔριον γιατὶ δὲν θὰ ὑπάρχει,
θὰ κλαίω πάντα γιατὶ δὲν θὰ βρῶ τὴ λήθη.
Ἔκλαψα σήμερα γιὰ ἕνα πικρό, γιὰ μένα μεγάλο χαμό.
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
Προδρόμι, Πάφου
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 3 Ιουνίου 1968 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 557, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
Σὲ θυμᾶμαι, ὅταν ξεκινοῦσες τὸ πρωὶ καὶ ἡ ἐλπίδα σου ἡ μόνη,
ἕνα κομμάτι ψωμὶ γιὰ τὴν μάνα σου καὶ τ’ ὀρφανά σου ἀδέλφια.
Τὸ μεροδούλι ἦταν σκληρό, πολὺ σκληρὸ γιὰ ἕνα τόσο νέο.
Σὲ θυμᾶμαι ὅμως πάντοτε ποὺ ξεκινοῦσες μὲ τὸ χαμόγελο στὰ πικραμένα σου χείλη.
Ἔλεγες ἕνα τραγούδι παραπονεμένο, τόσο παραπονεμένο… ποὺ ἔκλεγες.
Σὲ θυμᾶμαι, νέο γεμᾶτο ζωντάνια, γεμᾶτο χαρὰ κι’ ἂς εἴσουνα πονεμένος στὴ ζωή,
ἀπὸ τὴ δυστυχία, τὴ φτώχια, τὴν κακομοιριά, ποὺ μάστιζε τὰ στήθεια σου.
Δὲν εἶχες ὄνειρα μεγάλα πλούσια, γιατὶ δὲν εἴσουνα καὶ σὺ μεγάλος πλούσιος.
Τὸ ὄνειρό σου ἦταν τόσο μικρὸ ἀλλὰ τόσο μεγάλο, ἰδανικὸ στὴν ἀνθρωπιά.
Νὰ θρέψεις μόνος μιὰ μάνα γηρασμένη ἀπ’ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστειας.
Νὰ βαστάξεις δυὸ ἀδέλφια, ποὺ τὰ ἄφησε ἡ ὀρφάνια τόσο μικρά, τόσο ἀθῶα.
Σήμερα σὲ βλέπω ἀλλοιώτικο, παράξενο γεμᾶτο λύπη.
Ἡ μελαγχολία σοῦ πῆρε τὴν καρδιά.
Ἀναρωτιέμαι γιατὶ νὰ φύγη ἡ χαρά.
Θυμήθηκα ὅτι κάποτε, ἡ χαρά σου δὲν ἦταν χαρά.
Ἦταν τὸ καμουφλάρισμα μιᾶς ζωῆς ζυμωμένης μὲ τόσους πόνους, τόσα δάκρυα.
Ἦταν ἕνα ψεύτικο ἄλλοθι στὸ ἀντίκρυσμα μιᾶς σκληρῆς ζωῆς.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Ἀρχιμανδρίτα
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 1 Ιουλίου 1968 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 561, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
(Στὸν Μεγάλο μας νεκρὸ Ρ. Κέννεντυ)
Τραβηκτήκανε ὅλα τὰ ὄνειρα κι’ οἱ πολλὲς ἐλπίδες τῶν ἀνθρώπων,
σ’ ἕνα κομμάτι γῆς νωπό, βρεγμένο μὲ τὰ δάκρυα τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀπελπισίας,
ποὺ στερέψανε στὸν τελευταῖο ἀσπασμό, στὸ μεγάλο νεκρὸ τῆς γῆς Ρόμπερτ Κέννεντυ.
Ἕνας λαὸς ἔθαψεν ἕνα ἡγέτη δικαιοσύνης κι’ ἀγάπης·
μαζί του, θάψαμε καὶ μεῖς τὸν μέλλοντα εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητος,
βαθειὰ μέσα στὶς καρδιές μας, γιὰ νἆναι ὁδηγὸς στὴν κάθε μας ἰδέα, στὸ κάθε μας μελλοντικὸ βῆμα.
Τὸν ἀγαπήσαμε, κι’ ἂς μὴ τὸν γνωρίζαμε: ἤτανε ἀδελφὀς.
Τὸν κλάψαμε πολὺ κι’ ἂς μὴ τὸν ἴδαμε ποτέ.
Ἡ μεγάλη του μορφὴ ξεπέρασε κάθε βαλτὸ ἐμπόδιο, ξεπέρασε τοὺς ὁρίζοντες τῶν ἐναντίων
καὶ χάραξε στὴν ζωή μας ἕνα μεγάλο «πιστεύω», μιὰ μεγάλη ἰδέα.
Καρτερούσαμε νὰ ξεκαμουφλάρη τὴν σκληρὴ πραγματικότητα τῆς κοινωνίας του.
Ζοῦσε γιὰ μᾶς. Ζοῦσε καὶ ρωτοῦσε γιὰ μᾶς.
Πέθανε καὶ τὰ στερνά του λόγια ἤτανε γιὰ μᾶς.
Ρωτοῦσε νὰ μάθη ἂν πάθαμε τίποτα,
ὅταν ἐκεῖνος προχωροῦσε στὸ θάνατο, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια τοῦ τάφου.
Τὸν σκότωσαν’ ἐκεῖνο καὶ ζητοῦσε νὰ μάθη ἂν πεθαίνουμε μεῖς.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Προδρόμι
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1968 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 562, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
Κλεῖσε, ἀγάπη μου, τὶς πόρτες τῆς ψυχῆς σου
σφιχτὰ μαντάλωσέ τες,
δέσε τες μὲ τὸ ἀπέραντο σύρμα τῆς ἀγάπης μας
κι’ ἀπὸ μέσα κτίσε τεῖχος
ἀπὸ πέτρες ὄμορφες, πελεκητές,
πέτρες σκαλισμένες ἀπ’ τὸ Θεὸ Ἔρωτα
βγαλμένες ἀπ’ τὸ μεγάλο γιὰ σὲ περιβόλι τῆς καρδιᾶς.
Κλεῖσε καὶ τὰ καγκελωτὰ παράθυρα
νὰ μὴν ἀκοῦς τί λένε οἱ ἐχθροί μας
νὰ μαραζώνεις,
νὰ παίρνεις τὸ μουρμουρητὸ κλάμα τῆς Εὐρυδίκης
ὅτι τάχα θὰ χάσης τὸν Ὀρφέα σου.
Τὸν Ὀρφέα τῶν σκέψεών σου,
τὸν κύριο τῶν λογισμῶν καὶ ὀνείρων σου.
Κλεῖσε ἀγάπη μου τὶς πόρτες τῆς καρδιᾶς σου
νὰ μὴ κτυπᾶ παλμοὐς ξένους γιὰ μένα
παλμούς, ποὺ θἆναι ὁ χαλασμὸς
τῶν μεγάλων μας ὀνείρων καὶ προσδοκιῶν.
Κλεῖσε τὶς βαριὲς σιδερένιες πόρτες τοῦ πύργου μας,
τοῦ πανύψηλου πύργου τῆς μοναδικῆς μας ἀγάπης.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Ἀρχιμανδρίτα
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 1968 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 570, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
Ψαλιδίσαμε ἕνα ἕνα τὰ χαμένα μας ὄνειρα
ποὺ βρισκόντουσαν μέσ’ τὰ φύλλα τῆς πικροδάφνης
καὶ βρήκαμε νὰ μοιάζουν μὲ τὶς νέες μας ἐλπίδες.
Τὰ καινούργια μας ἀβέβαια βήματα
νὰ ξεριζώνουν ἀπ’ τὰ χαμένα μας ὄνειρα.
Ψάξαμε μὲ τὴν θύμηση τοῦ λογικοῦ τὸ παρελθὸν
καὶ μὲ τὸ ψαλίδι τῆς γνώσης κόψαμε
τὸ ὑπόγειο καλώδιο ποὺ σερνότανε μαζί μας
στὸ κάθε μας καινούργιο βῆμα.
Σκάψαμε πιὸ βαθειά, νὰ θάψουμε τ’ ἀπομεινάρια
τῶν χαμένων μας ὀνείρων ποὺ ἄφησε στὸ διάβα του
τὸ σκληρὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.
Καὶ τότε, μπλεκτήκαμε μόνοι καὶ ἀλύτρωτοι
στὰ πολλὰ καλώδια ποὺ βρεθήκανε μπροστά μας.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Ἀρχιμανδρίτα
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 1968 στην εφημερίδα Κύπρος, Αριθμός: 571, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 6.)
Βαριαστέναξε τὸ σήμερα
ἀπ’ τὸ ἀσήκωτο βάρος
ποὺ ἐναπόθεσε ὁ κόσμος τοῦ χθές.
Μάτωσε, ἀπ’ τ’ ἀχνάρια
ποὺ κληρονόμησε τὸ χθὲς ἀπ’ τὸ ἄλλο χθές.
Παρέκλινε ὁ κύκλος τοῦ χρόνου
καὶ τὸ σήμερα ἔγινε χθὲς
καὶ τὸ αὔριο θἆναι σήμερα.
Τὸ κροτάλισμα τῆς ἀνείπωτης χαρᾶς ἀδυνάτισε.
Κοπήκανε τὰ φτερά της
στὸ πέταγμα γιὰ τὴν πολιτεία τοῦ αὔριο
… καὶ πέθανε.
Τὴν ἔθαψε ὁ πόνος
—ποὺ ἀναστήθηκε—
ὁ βασιλιὰς τοῦ σήμερα,
ποὺ θρονιάστηκε στὸ παρθένο θρονὶ τῆς χαρᾶς.
Καὶ τὸ σήμερα, βαριαστενάζει…
μέσα ἀπ’ τὸ ἀνάκτορο τοῦ πόνου,
γιὰ τὸ αὔριο τοῦ χτές.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Ἀρχιμανδρίτα.
(Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο - Αύγουστο 1969 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΚΕ’, Αριθμός: 290-291, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 27.)
Κλειδωμένο χῶμα
ποὺ κληρονομήσαμε σὲ κλειστοὺς κάμπους
μὲ σπασμένους ὁρίζοντες.
Κουφάρια παγωμένα
ποὺ ἀγοράσαμε μὲ κόπο κι᾽ ἱδρῶτα
στὴ χωματένια ἐτούτη ὀσμὴ
—ἀνθρώπινη καταδίκη.—
Μιλήσαμε τὸ πρωὶ στὰ πουλιὰ
τὸ μήνυμα τῶν αἰώνων
καὶ γελάσατε… μὰ γιατί;
γιὰ τὸ χῶμα ποὺ μυρίζει
γιὰ τὰ μνήματα ποὺ προσμένουν
γιὰ τὰ σκουλήκια ποὺ μεθοῦνε
στὸ τραπέζι ποὺ στρώσαμε μεῖς,
ἀνεμίζοντας μαῦρα προσκλητήρια
ἀπὸ τὶς κόκκινες γραμμὲς
τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς
—σύνορα ἀγαπητὰ
ποὺ θὰ προσκυνήσουμε
καὶ θὰ διαβοῦμε.—
Γελάσατε! μὰ γιατί!
γιὰ τὴν λησμονιὰ π’ ἀφήσαμε πίσω μας,
γιὰ τὴ ραγισμένη ἀγάπη,
—σινιάλο στὴν ἡλιακτίδα ποὺ φεύγει
στὸ κόκκινο βῆμα τῶν συνόρων,
ριγμένη στὸ μαῦρο κῦμα.
Τάχα νοιαστήκατε
γιὰ τὸ κουβούκλιον στὴ μέση
ψηλὰ στὸν ἥλιο ζωγραφισμένο
συντροφιὰ μὲ τ᾽ ἄστρα
ποὺ ποτὲ δὲν σβήνουν,
—σύγνεφο ἀέρινο ποὺ χάνεται
στἠ φλόγα τοὺ κεριοὺ μας.—
Σκοντάψαμε στὴν ἀλήθεια
παλέψαμε μὲ συνθῆκες καὶ συμμαχίες
—βουλιαγμένοι σημαιοφόροι—
ἐπιθανάτια καρδιοκτύπια
—δῶρα τῶν ἀνθρώπων.—
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Θεσσαλονίκη
(Δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο 1969 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΚΕ’, Αριθμός: 292, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 24.)
Ἀνασάναμε στὸ σταυροδρόμι τῆς φυγάδευσης,
ἀνακατεύοντας μιὰ μπουκιὰ χρῶμα
μὲ τὸ λησμονημένο μας πινέλλο
ποὺ τὄχαμε κοντάρι γιὰ τὶς παντιέρες μας,
ποὺ τοῦ χαρίσαμε τὸ δάκτυλό μας
νὰ παίξη στὶς χορδὲς μιᾶς Λύρας
τὶς γηρασμένες νότες μιᾶς ζωῆς,
ποὺ σφικταγκάλιαζε τὰ ὀμορφότερα τραγούδια
—τὶς ἀργοναυτικές νύκτες, κάτω ἀπ’ τὸ νόημα τῶν ἄστρων—
Φοβηθήκαμε
γιατὶ πιστέψαμε στὴ μετεμψύχωση
σκαλίζοντας σ’ ἕνα βρώμικο κοτέτσι
νὰ βροῦμε τοὺς αἰθέρες τοῦ παρελθόντος.
Σιχαθήκαμε τὸν ἑαυτό μας
γιατὶ πιστέψαμε στὸ ρομαντισμό.
Σπιρουνιάσαμε τὴν ἀναταραχή μας
ἔξω ἀπ’ τὰ χαλινάρια, λυτρωτικὰ
καὶ ψάξαμε νὰ βροῦμε τὸ γιατροσόφι
νὰ δημιουργήσουμε ἐλπίδες καὶ σκοπούς.
—θρονιασμένοι στὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς σοφίας—
Πεισματάρηδες ἁπλώθαμε τὸ λογικὸ
νὰ σπάσουμε τὶς τέσσερεις πλευρὲς
τοῦ τετραγώνου
καὶ νὰ ψηλαφήσουμε τὸ πέρα ἀπ’ τὰ σύνορα.
Νὰ κτίσουμε πύργο τὸ θρόνο τοῦ βασιλιᾶ
σὲ κάποιο ξερονῆσι πλανεμένο.
Κλάψαμε!
Κλάψαμε γιατὶ ἀνταμωθήκαμε πάλι
μὲ διαγωνίους καὶ σταυροδρόμια
τοῦ μικροῦ μας τετραγώνου
—τοῦ μεγάλου μας ἀχυρένιου παλατιοῦ—
Πέρα ἀπὸ τὸ αὔριο, πεπρωμένος
μᾶς περιμένει ἕνας σκελετωμένος τάφος.
Πέραν τοῦ τάφου
μᾶς καρτερᾶ τὸ μυστικό, ἡ ἀπάντηση
ποὺ θὰ βροῦμε σ’ ἕνα σταυροδρόμι,
στὶς γηρασμένες νότες μιᾶς ζωῆς,
στὶς χορδὲς μιᾶς μετεμψυχωμένης Λύρας.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Θεσσαλονίκη
(Δημοσιεύτηκε τον Αύγουστος - Σεπτέμβριος 1970 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΚΣΤ’, Αριθμός: 303-304, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 30.)
Περπατούσαμε… περπατούσαμε χωρὶς ψωμὶ
—πόσο θὰ θέλαμε ἕνα ψίχουλο—
Ναὶ θυμόμαστε ἦταν ἔρημος
καὶ μᾶς ψιθύρισαν γιὰ ἕνα ΧΡΙΣΤΟ
Ἦταν λέει —Λυτρωτὴς καὶ… στὴν ἔρημο—
Τρίψαμε τὰ χέρια —Ἀπὸ χαρά; μπορεῖ.
Κοιτάξαμε μέσα στὴ χούφτα μας τὸ πρόσωπό μας
Πόσο ἔμοιαζε μὲ θάνατο;
Κοιτάξαμε τὴν ἔρημο —γαληνεμένο μνῆμα—
Διψάσαμε·
Στὰ ἀράπικα μάγουλά μας ἔσταζε αἷμα.
Περπατούσαμε… περπατούσαμε
Ἄμμος, οὐρανός, ἥλιος, ἄμμος
Ὁ στερνὸς χαμένος κύκλος μιᾶς πορείας
Τὶς ξέραμε τόσο καλὰ τὶς ἔννοιες.
Πεινούσαμε
Μᾶς ἔμεινε ἡ ἀναζήτηση γιὰ τὸ Λυτρωτὴ
Ἄμμος, οὐρανὸς, ἥλιος, ἄμμος
ἕνας κύκλος χαραγμένος μὲ τὸν διαβήτη τοῦ θανάτου
Ναι! ἀναζητούσαμε κάποιο Λυτρωτὴ
Τί μᾶς ἔννοιαζε ἡ συνηθισμένη συνάντηση
μὲ ἐτοιμοθανάτους καὶ πληγωμένους
—Λυτρωτὲς καὶ ζητιάνοι βοηθείας
ἡ δύναμη τοῦ λογικοῦ δὲν τοὺς ἔχει ἕνα—
Περπατούσαμε… περπατούσαμε
Πόσο γελασθήκαμε
—δὲν ξέραμε ποῦ εἶναι ὁ Λυτρωτής—
—ἐνῶ ξέραμε.
Χαμένοι ἄνθρωποι
ἄνθρωποι ναυάγια χωρὶς τὸν Λυτρωτὴ
Ποῦ πᾶτε κόσμοι; —πόσο γελασθήκατε—
Πόσο γελασθήκαμε —ἐνῶ ξέραμε!—
—ἐνῶ ξέρατε—
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο-Ιούλιο-Αύγουστο 1971 στο περιοδικό Ἡ Δρᾶσις μας, Αριθμός: 56-58, Αθήνα – Ελλάδα, σελ. 45.)
Πέθανε τὸ σκλάβο πουλὶ
ζαρωμένο
στὸ τελευταῖο κλαδὶ τοῦ δένδρου
κι’ ἔγινε ὁ ἥλιος
ξεχασμένο λυχνάρι
σπασμένο φῶς
στοῦ σκοταδιοῦ τὴ στράτα.
Λεύτερο πουλὶ ἔκλαιγε
αἰῶνες
πικρὰ
κι’ ἔφτιαχνε μέρα νύκτα
τρύπιες φωλιές·
νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυα
νὰ φυλᾶ τὴ λησμονιά.
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο 1972 στο περιοδικό Ἡ Δρᾶσις μας, Αριθμός: 74, Αθήνα – Ελλάδα, σελ. 69.)
Πέθανε τὸ σκλάβο πουλὶ
ζαρωμένο
στὸ τελευταῖο κλαδὶ τοῦ δέντρου
κι ἔγινε ὁ ἥλιος
ξεχασμένο λυχνάρι
σπασμένο φῶς
στοῦ σκοταδιοῦ τὴν στράτα.
Λεύτερο πουλὶ
ἔκλαιγε αἰῶνες
πικρὰ
κι ἔφτιαχνε μέρα νύχτα
τρύπιες φωλιὲς
νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυα
νὰ φιλᾶ τὴν λησμονιά.
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
Κύπριος φοιτητὴς ΑΠΘ
(Δημοσιεύτηκε την Τρίτη 13 Μαρτίου 1973 στην εφημερίδα Φοιτητὴς, Αριθμός: 38, Αθήνα – Ελλάδα, σελ. 16.)
Λίγες στιγμὲς
γιὰ λίγα ὄνειρα
κοντὰ στὴ φευγαλέα χαρὰ
ἔδωσα τὰ πάντα γιὰ σένα.
Ἔφτυσα στὸ νόημα τοῦ χρόνου
κι ἀναζήτησα τὴν παράταση
ποὺ θὰ μοὔδινε κι ἄλλες ἐλπίδες.
Δούλεψα ἀπὸ παιδὶ
κι ὤργωσα
τὰ πέτρινα χωράφια
μὲ λίγες σταλαγματιὲς ἥλιου
ποὺ πολεμοῦσαν
μὲ τὶς τρύπιες στάλες τῆς βροχῆς.
Μεγάλωνες — Μίκραινες
κι ὅμως ἤσουνα μικρὴ μέσ᾽ τὸ ἄπειρο
κλειστὸ λουλούδι
στὸν κῆπο τῆς ἄνοιξης.
Ἐγὼ ἤμουνα σάπιο καρύδι
στὰ δάχτυλά σου
Μὲ κερνοῦσες κρασὶ
στὸ τρύπιο ποτήρι τῆς προσδοκίας
μέσα στὰ χαλασμένα σκαλοπάτια
καὶ γελοῦσες
ὅταν μ᾽ ἔδερνε τὸ κῦμα
μέσα στὴ φρικτὴ γυμνότητά μου.
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
Κύπριος φοιτητὴς ΑΠΘ
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 19 Μαρτίου 1973 στην εφημερίδα Φοιτητὴς, Αριθμός: 59, Αθήνα – Ελλάδα, σελ. 16.)
Γέλασα χωρὶς λόγο
στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ.
Σταμάτησα
τοὺς ἀγέρηδες
μ’ ἁπλωμένα χέρια
στὸν βωμὸ τῆς λήθης.
Γέλασα
γιὰ τὴν ἀπουσία μου
κι εἶπα ξανὰ
τὸ τραγούδι μου
μαζὶ μὲ τ’ ἄστρα
καὶ τὸ πράσινο φεγγάρι.
ΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΚΗΣ
Κύπριος φοιτητὴς ΑΠΘ
(Δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 2 Απριλίου 1973 στην εφημερίδα Φοιτητὴς, Αριθμός: 59, Αθήνα – Ελλάδα, σελ. 41.)
Τὰ κύματα σταμάτησαν
νὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ παραστράτημα τοῦ χθὲς
στὸ στρατὶ τοῦ σήμερα
ποὺ ἀγάπησε τὴ βροχή.
Ἅπλωσες
τὰ σταυρωμένα σου χέρια
κι᾽ ἔπεσαν
οἱ ἄσπρες στάλες τοῦ οὐρανοῦ
στὸ διψασμένο χῶμα
ποὺ ἀναζητοῦσε ἐλαφίσια
τὸ χάδι τῆς θεϊκῆς δροσιᾶς.
Τὰ πουλιὰ στὰ κλώνια
τραγουδοῦν τώρα
γιὰ τὰ λουλούδια πού φύτρωσαν ἀδελφωμένα
στὶς ἀγκάλες τῆς καινούργιας γῆς.
Κυνηγημένα τὰ ἀηδόνια
ζεστάθηκαν
στὴν ἐλπίδα τοῦ αὔριο
καὶ θρόνιασαν τὴν φωλιά τους
στὸ γαλάζιο χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Προδρόμι
(Δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο 1974 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος Λ’, Αριθμός: 344, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 22.)
Πέθανε τὸ σκλάβο πουλὶ
ζαρωμένο
στὸ τελευταῖο κλαδὶ τοῦ δέντρου
κι’ ἔγινε ὁ ἥλιος
ξεχασμένο λυχνάρι
σπασμένο φῶς
στοῦ σκοταδιοῦ τὴ στράτα.
Λεύτερο πουλὶ ἔκλαιγε
αἰῶνες
πικρὰ
κι’ ἔφτιαχνε μέρα-νύκτα
τρύπιες φωλιὲς
νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυα
νὰ φιλᾶ τὴ λησμονιά.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο - Απρίλιο 1974 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος Λ’, Αριθμός: 346-347, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 23.)
Γέλασα χωρὶς λόγο
στὴν ἄκρη τοῦ κρεμμοῦ.
Σταμάτησα
τοὺς ἀγέρηδες
μ’ ἁπλωμένα χέρια
στὸ βωμὸ τῆς λήθης.
Γέλασα.
γιὰ τὴν ἀπουσία μου
κι’ εἶπα ξανὰ
τὸ τραγούδι μου
μαζὶ μὲ τ’ ἄστρα
καὶ τὸ πράσινο φεγγάρι.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Προδρόμι Πάφου
(Δημοσιεύτηκε τον Μάιο 1974 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος Λ’, Αριθμός: 348, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 18.)
Δυὸ φοῦκτες δακρύβρεκτες
δυὸ χέρια
ἁπλωμένα
στὴν ἄκρη τοῦ οὐρανοῦ
ζητοῦν Λύτρωση
καὶ ἱδρώνουν
στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ.
Δυὸ γιατροσόφια
δάκρυα κι’ ἱδρώτας
σκουπίζουν
τὸ λασπωμένο ποτῆρι
τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἥλιος σβήνει.
Δυὸ μάτια
κρεμμασμένα
σ’ ἕνα σκελετὸ
ψάχνουν
στὸ σήμερα
νὰ βροῦν τὴ Λύτρωση.
Ἕνας ἄνθρωπος κοιτάζει τὸ ρολόϊ
τὴν ὥρα ποὺ βγαίνει τὸ φεγγάρι.
Στὴν κούνια κάποιο παιδὶ
κλαίει.
῞Όλα εἶναι σιωπηλά.
Κάποιος πεθαίνει.
—Δὲν ὑπάρχει—
Δυὸ ἀντιφάσεις
σκορπίζουν τὰ ἴδια λουλλούδια
σ’ ἕνα παιδὶ ποὺ κλαίει
σὲ κάποιο ξένο ποὺ φεύγει.
Ὥρα ἀνατολῆς,
ὥρα μηδέν.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
Προδρόμι
(Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο – Ιούλιο 1974 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος Λ’, Αριθμός: 349-350, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 23.)
Μπορεῖ νὰ πιστεύης ἀκόμη
στὴ Χειμωνιὰ ἐτούτη
καὶ κάτω ἀπὸ συννεφοσκεπασμένο οὐρανὸ
νὰ σκύβης στὸ χῶμα
—ταπεινὸ ἀηδόνι τῆς γῆς—
Θεέ μου σ᾽ εὐχαριστῶ.
Μπορεῖ μέσα στὴ βροχὴ
—βροχὴ τὰ δάκρυά σου—
ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ μάτια σου
—κρουνοὶ παρηγοριᾶς—
Θεέ μου γιατί.
Μπορεῖ στὴν ἀγαπημένη Χειμωνιὰ
ποὺ ἡ ὀμίχλη πλέκει
τρύπιο σινδόνι τοῦ οὐρανοῦ
δῶρο στὴ νύμφη τοῦ Βορρᾶ
πλέξεις καὶ σὺ
τὰ ἁπλωμένα νήματα τοῦ χθὲς
καὶ θυμηθῆς τὸν ξένο περαστικό.
῾Ο ξένος ἔγινε φίλος καὶ πέρασε
στὴν ἀπόσταση.
Ὁ ξένος ἔγινε πουλὶ καὶ ἔφυγε
στὴν ἀνατολή.
Μπορεῖ ὁ δρόμος τῆς ἀνατολῆς
νἆναι μακρινὸς ἀκόμη
Ἡ ἀρχὴ ὅμως εἶναι ἐδῶ μαζί μας
—πόθος καὶ παρηγοριά.—
Μάριος Νεοκλέους
(Δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο - Δεκέμβριο 1974 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος Λ’, Αριθμός: 351-355, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 25.)
Πάλι ξημερώνει φωτοπλημμύρα
καὶ γελοῦν τὰ πουλιὰ
στὶς ἀνθισμένες ἀμυγδαλιές.
Φτεροκοποῦν ἡμεροπούλια
ἀσήμια στὶς λεμονιὲς
στῶν ψηλῶν κάστρων τὰ κιόσκια.
Ἄσπρα νυκτοπούλια
σκοτώνουν τὴν ἀπελπισιά τους
σιωπηλὰ στὸ χῶμα
καὶ ψάχνουν στὴ σκιὰ τοῦ φεγγαριοῦ
σὲ πλακόστρωτα ἁλώνια
νὰ κόψουν ἡλιοτρόπια
πρὶν ἔρθη ἡ ξαστεριά.
Θὰ τρέξω
προτοῦ φέξει
νὰ στολίσω γονατιστὸς
τὰ βήματά μου.
Στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ
νὰ μαδήσω φωτιὲς
μοιρασμένες στὰ παλιά μου παλάτια
στὸ φύσημα τ’ ἀνέμου
γιὰ τὴν αὐριανὴ ξαστεριά.
Παρακαλῶ ἐσᾶς
φωνὲς κι’ ἄσπρα νυκτοπούλια
μὴ διπλώσετε τὴν ἀπόφασή μου
ἀνοικτὴ θαλπωρὴ
σὲ μιὰ φτερωτὴ ἐλπίδα.
Παρακαλῶ ἐσᾶς
ἀνοιξιάτικα πουλιὰ
ἡμεροπούλια
στὶς ἀνθισμένες ἀμυγδαλιὲς
ἐλᾶτε ταχιὰ στὴν κάμαρά μου
καὶ πάρτε τὴ σιωπή.
Σκορπίστε γιασεμιὰ
στὴν ἐρημιὰ
αὔριο ποὺ θὰ ξημερώση
νὰ φύγουμε ἀντάμα
ἀδελφωμένα οὐρανοπούλια
στὴ ξαστεριά.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο 1975 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΑ’, Αριθμός: 356-357, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 15.)
Ἡ ψυχὴ κούρνιασε
στὸν πάγο,
κλείστηκε σὲ βράχο γκὺ
μέσα σὲ ἀνύπαρκτα δειλινά.
Τὰ ἡλιοβασιλέματα
ἔμειναν στὸ παραμύθι
πἄρχισε καὶ τέλειωσε
στὰ ὡραῖα παλαιὰ χρόνια.
—Ἐμεῖς φύγαμε—
Ἡ χαρὰ κρυφογελάει
στὰ πρῶτα φύλλα τοῦ δέντρου
καὶ τὰ πουλιὰ μαρμάρωσαν
στὸ ἀπολιθωμένο δάσος.
Πέρασες.
Ἔφτασες,
πίσω σου ἀποτυπώματα λησμονιᾶς
καὶ πρὶν κατοικήσης βράχος
στὸ κέντρο τοῦ βράχου,
ξερίζωσες
τὰ βρῦα
ξεγύμνωσες
τὴ ζωή.
Ἔγινες πλαστικὸ λουλούδι
ποὺ στολίζεις τὶς μαριονέττες τῆς ἀκολουθίας σου.
—Ἐσὺ βασιλεύεις—
—Ἐμεῖς δὲν ὑπάρχουμε—
Τὸ θρονί σου στὴ στάκτη
τῶν κορμιῶν ποὺ μεῖς ἀφήκαμε.
Μάριος Νεοκλέους
(Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο 1976 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΒ’, Αριθμός: 371, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 17.)
Ἀγκαλιάσαμε τὸ αἰώνιο
μαζὶ μὲ τὰ ἀστέρια, τὸ θόλο τοῦ οὐρανοῦ
κι᾽ ὅμως ἀγαπήσαμε τὸ πεπερασμένο
σὰν τὴ γῆ ποὺ νανουρίζει τὸ πράσινο χορτάρι
σὰν τὸ χῶμα ποὺ ἐρωτεύεται τρελλά,
τὴ βροχὴ τοῦ Φθινοπώρου.
Εἶναι τὸ σχέδιο τῆς στενῆς μας ἀντίληψης
νὰ κινηθοῦμε στὴ στασιμότητα
συντροφιὰ μὲ τὸ δικό μας χρόνο,
νὰ κτίσουμε πύργο τὸ κορμί μας
στὴ ξένη γῆ,
μὲ κορῶνες καὶ διαμάντια
στὸ πρῶτο παραλήρημα,
στὸ ξεκίνημα μιᾶς ἀπειροελάχιστης πορείας.
Κλείσαμε ραντεβοῦ μὲ τὸ μηδὲν
ὅταν ἀνοίξαμε ἀβίαστα, τὰ πρῶτα μας μάτια.
Τώρα νύκτωσε —μᾶς κλεῖσαν τὰ μάτια—
Κτίζουμε ὅμως παλάτια
χαλοῦμεν τῶν ἀστεριῶν τὸ φῶς
κυνηγοῦμε καμπουριασμένοι τὴ βία
στὰ μαρμαρένια λιγοστὰ πετραδάκια,
στὶς σβησμένες ἔννοιες τ᾽ ἀπείρου.
Πήραμε λάθος τὰ σκαλοπάτια
γιὰ τὴν ἀκούσια πορεία μας
πρὸς τὴν ἐφαπτομένη τοῦ κύκλου μας.
—Ὁ ἐκτροχιασμὸς πρὸς τὸ ἄγνωστο.—
Πήραμε λάθος τὰ ἀρχιτεκτονικὰ σχέδια
καὶ κτίσαμε ἀνάποδα τὰ κάστρα,
ποὺ ραγισμένα στὸ παρόν, στενάζουν
σὲ σιδερένια κλουβιὰ κλειδωμένα.
Καὶ μεῖς προσμένουμε τὰ μαῦρα περιστέρια
στὸν ἄστεγο χλωμὸ οὐρανό μας.
Κι᾽ ἡ νύκτα θἄρθη —δὲν θὰ ἀργήση—.
Θὰ τὴν φιλήσουμε —θὰ μᾶς φιλήση—.
Τὸ σκοτάδι θὰ μᾶς χαϊδεύη τὸ πρόσωπο
μ᾽ ἀκάνθινα χέρια καὶ νεκρὰ φιλιά.
Οἱ κουκουβάγιες θὰ κλαῖνε
γιὰ τὶς κόκκινες παπαροῦνες τοῦ βουνοῦ
ποὺ ἀνθίσανε καὶ διαβῆκαν
ποὺ ἀγαπήσανε τὸ πρωὶ
καὶ διαβῆκαν τὸ βράδυ.
—Γιὰ τὴ γῆ, ποὺ δὲν βυζαίνει πιὰ τὸ χορτάρι.—
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Μάιο 1976 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΒ’, Αριθμός: 372, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 12-13.)
Ἀδέλφι μου
μὴ μὲ κτυπᾶς,
σπᾶσε χίλια κομμάτια τὰ μαχαίρια.
Τὰ παιδιά μας
παίζουν ἀγκαλιὰ στὴν αὐλή.
Ἀδέλφι μου
μὴ μὲ σκοτώσεις.
Τὰ παιδιά μας θἄχουν ἱστορία.
Τὰ παράθυρα θὰ κλείσουν.
Τὸ παιδί μου θὰ κράζη «πατέρα».
Τὸ παιδί σου θὰ μεγαλώση.
Πρέπει νὰ ζήσουμε.
Ἀδέλφι μου,
ἐκεῖνο τὸ σίδερο ποὺ κρατᾶς
κρῦψτο βαθειὰ στὸ χῶμα
νὰ μὴ τὸ βροῦν τὰ παιδιά μας
καὶ τὸ στήσουνε φλάμπουρο,
—-αἰώνια καταδίκη—
ποὺ θὰ τοὺς δωρήσουμε
χωρὶς νὰ ξέρουν.
Ἀδέλφι μου
κοίταξε τὸ αἷμα μου
εἶναι τὸ δικό σου,
ποὺ μοὔδωσες ὅταν πονοῦσα
κι᾽ ὅταν δὲν μᾶς χώριζε ἡ διχόνοια.
Μποροῦμε κι᾽ οἱ δυὸ νὰ ζήσουμε
κι᾽ ἂς μᾶς κτυποῦν ἰδέες
ποὺ ξεφύτρωσαν
ὅταν πήραμε τὰ μαχαίρια.
Μποροῦμε νὰ βροῦμε λύση
σταυροπόδι πάνω στοὺς τάφους μας.
Μποροῦμε νὰ δώσουμε τὰ χέρια
κάτω ἀπ᾽ τὰ σύννεφα
πάνω ἀπ᾽ τὸ χῶμα.
Ἀδέλφι μου, ἂς δώσουμε τὰ χέρια
τώρα ποὺ κρατᾶμε τὰ μαχαίρια.
ΜΑΡΙΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
(Δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1976 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΒ’, Αριθμός: 375-376, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 22.)
Πράσινο φῶς
ἀνταύγεια στὸ πέρασμά μας.
Ἄνθρωποι φεύγουν
ἄνθρωποι ἔρχονται.
Στὴ συνέχεια
μὲ δρασκελιὲς
μετροφυλλᾶμε τὸ αὔριο.
Ὁ δρόμος γεμίζει χαλίκια
λάσπη στὸ πέρασμά μας.
Μιὰ στάλα βροχῆς
πολιορκεῖ τὴν αἰωνιότητα.
Ἕνα κομμάτι σύννεφο
κρύβει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Μάριος Νεοκλέους
(Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο 1977 στο περιοδικό Μόρφωσις, Τόμος ΛΓ’, Αριθμός: 390-391, Λευκωσία – Κύπρος, σελ. 24.)